Σάββατο 22 Αυγούστου 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Τα φρέσκα φασολάκια...

Τα φρέσκα φασολάκια...

Ηθελα να πιάσω την άκρη.

Την αρχή.

Η μητέρα που έγινε γιαγιά.

Η γλυκιά, η γλυκοφιλούσα μάνα.

Σηκώθηκε πρωί, της άρεσε να σηκώνεται πάντα πριν κτυπήσει ο ήλιος. Της άρεσε από τότε που ήταν νέα. Ετσι έμαθε. Δίπλα στην αύρα της θάλασσας, στον αγέρα του βουνού, εκεί έπαιξε, έκλαψε, πόνεσε, γέλασε, χόρεψε, κουράστηκε, μόχθησε, κάρπισε τη γη.

Ω, η ευτυχία η μεγάλη!

Αποβραδίς είδε τις φασολιές ψωμωμένες. Το πρόσωπό της φωτίστηκε.

Αύριο θα υπάρχει ένα ωραίο γεύμα, φρέσκα φασολάκια, το φαγητό των ιδρωκάματων, των τίμιων και δουλευτάδων. Φαϊ ευλογημένο.

Πριν το σούρουπο, πριν σκάσει η πρώτη κραυγή από το νυχτοπούλι, μπήκε στον κήπο και άρχισε το κόψιμο, αργά, κάθε βήμα και λίγα φασολάκια στο χέρι.

Γέμισε την ποδιά, με το ένα χέρι την κρατούσε σφιχτά στα σπλάχνα της, με το άλλο τραβούσε το σκαμνί στην άκρη της μεσόθυρας.

Ξαπόσταινε.

Ηρεμη, γαλήνια, με ένα αόριστο χαμόγελο στα χείλη.

Καθάριζε τις άκρες, τα ξάκριζε από τις κλωστές, τα έσπαγε στη μέση, έριχνε τους σπόρους πλάι στο μολυβένιο ταψί.

Τα χέρια γρουμπουλιασμένα από το αξινάρι, πόσο διαφορετικό και αλλιώτικο το χάδι τους... Κάθε άγγιγμα και αμέσως ένα μπόι ψηλότερα. Το μυστήριό τους.

Τα φρέσκα φασολάκια.

Η ποδιά γεμάτη από τον πράσινο καρπό και εκείνη συνέχιζε να καθαρίζει, αμέριμνη...

Η πλάτη ακουμπούσε στον πέτρινο τοίχο, κτισμένο με μεράκι και τραγούδι από το χέρι του πατέρα.

Εκεί καθότανε παράμερα στην ψάθινη καρέκλα, κάπνιζε ήσυχος από ώρα, βραδινή ξεκούραση, απόλαυση για τους ανθρώπους του μόχθου.

Η μάνα έριχνε πότε πότε κοφτές ματιές, τον καμάρωνε και συνέχιζε αργά αργά να κοιτά το σούρουπο.

Μπροστά σε ένα παράδεισο.

Η ορτανσία ανθισμένη, τα γαρίφαλα να ευωδιάζουν τη μικρή αυλή με τον ξύλινο φράχτη και τη σιδερένια πόρτα.

Πριν χρόνια παιδικές και εφηβικές χαρές άνθισαν...

Αξία απαράλλαχτη. Χιλιάκριβη. Μονάκριβη.

Τα κουτορνίθια κούρνιασαν πάνω στα ξερά στεριωμένα ξύλα, εκεί στο ασβεστωμένο κοτέτσι.

Ο γατούλης τεντώθηκε, έτοιμος για τη βραδινή έξοδο.

Το κουτάβι του πατέρα έτρεχε χαζούλικες βόλτες γύρω γύρω από το σπίτι.Η μάνα γύρισε τα φασολάκια στην ποδιά της, τα έδεσε και κοίταξε ίσα προς τη θάλασσα.

Περίμενε την επόμενη τύχη, την τύχη της φαμίλιας, που μετρούσε κόρες και γιους, εκείνη που οι γονείς πεθυμούν και τους γλυκαίνει τον πολύχρονο κόπο.

Λαχταρούν, όσο μόνο εκείνοι ξέρουν, την ευτυχία, είναι η ίδια η ευτυχία που νιώθουν, καθώς βλέπουν να ανθίζει η αμυγδαλιά στην πλαγιά του βουνού.

Περίμενε την άλλη μέρα, χωρίς τους Κλίντον, τον Κολ, τις Ευρωπαϊκές Ενώσεις, τα ΝΑΤΟ, τους μισθοφορικούς στρατούς, τις κάρτες VISA.

Περίμενε να κοπιάσουν οι άνθρωποι του μόχθου στο σπίτι.

Στο ξύλινο τραπέζι, φρεσκοπλυμένο τραπεζομάντιλο, κόκκινες ντομάτες, ψωμί ζυμωτό, φέτα αλειμμένη με λάδι και τριμμένη ρίγανη...

Το γιοματάρι ριγμένο στο κρυστάλλινο ποτήρι.

Μερικές κρασοστάλες έσταζαν στα πλάγια, σχημάτιζαν μικρά ρυάκια, έφταναν κάτω και έσκαζαν στην άκρη της βάσης, κάνοντας χοντρούς κύκλους.

Τους κύκλους της ευφροσύνης...

Το ρετσίνι μεθυστικό.

Κάθε μπουκιά και σκέψη.

Το βλέμμα ίσιο στο φως της ημέρας, πλημμυρισμένο με την αγάπη της μάνας.Μοσχοβόλησε όλο το σπίτι ξένοιαστη χαρά.

Το καλοκαιράκι ήρθε, εκεί, την ώρα που το μαύρο τσουκάλι ζέστανε την ανθρωπιά, την έκανε τροφή, έσβηνε το βάσανο του χειμώνα.

Τα φασολάκια της μάνας, η ευλογία του μεροκάματου.

Βαγγέλης ΓΙΑΝΝΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ