Πέμπτη 24 Ιούλη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 28
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Απότομα σε ξύπνησε τ' όνειρο

Σε ξύπνησε απότομα ο εφιάλτης σου. «Πού πήγαν τα όνειρα; Γιατί τα κατάργησα;», ρώτησες. Σιωπή, δεν ήξερες πώς να παλέψεις τόση ησυχία. «Πού πήγαν οι λέξεις; Ποιος τις κατάργησε;», ξαναρώτησες. Δε βρήκες τρόπο απάντηση να λάβεις, τα στόματα κλείσανε, μπούκωσαν απότομα κι αυτά με τόσα ψέματα, ψέματα - ναρκωτικά, που με δόσεις σού διοχέτευσαν οι «προμηθευτές» σου, αυτούς που τώρα κοιτάς με μάτια θολά, θεωρώντας τους σωτήρες. Θολό το βλέμμα περιφέρεται, αγναντεύει άσπρους τοίχους και θάλασσες με τρικυμίες, χτυπά πάνω στα κλειστά παράθυρα που σου κρύβουν την ηλιαχτίδα, παλεύει με το ταβάνι που σου προκαλεί ασφυξία, πάνω σου έχει ήδη πέσει, σ' έχει πλακώσει, κι ας δείχνεις πως τίποτα ακόμα δεν έχεις καταλάβει. «Πού πήγαν οι άνθρωποι; Ποιος τους κατάργησε;», ψιθυριστά συλλάβισες, σα να φοβήθηκες το δικό σου ψέμα κι αυτήν την αλήθεια που χρόνια κλοτσά την πόρτα σου, χωρίς να μπορεί να στην γκρεμίσει. Πριν φύγει, θυμάσαι, σου 'χε μιλήσει για τ' αστέρια. Σου 'χε πει πως κάπου εκεί ψηλά υπάρχει και το δικό σου. «Κάθε βράδυ να το παρακολουθείς. Να 'σαι ανήσυχος, μην το χάσεις ποτέ απ' τα μάτια σου. Κι όταν αυτό αποφασίσει να πέσει, να ξέρεις για σένα πεθαίνει. Να κάνεις την ευχή σου πραγματικότητα!». Σε πνίγουν τ' αναφιλητά, διπλώνεις τα πόδια, ακουμπάς τα γόνατα στο πιγούνι σου και σε αγκαλιάζεις. «Πού πήγε η αγκαλιά; Γιατί την κατάργησα;»...

Απότομα ξυπνάς απ' το όνειρο. Τόσα χρώματα, τόσες μελωδίες, κι αυτά τα μάτια τα ελάχιστα, που τόσο σε γεμίζουν. Δε θες το χτες ποτέ ξανά να αντικρίσεις, κούραση, φθορά και σενάρια «επιστημονικής διπλωματίας». Κοιτάς το παράθυρο, ανοιχτό, μέρα ηλιόλουστη με μια θάλασσα γαλήνια. Δυο άσπροι γλάροι ελεύθεροι, χωρίς μάταια «θέλω» και μάταιους συμβιβασμούς. Κάπου στο βάθος το καράβι σου, σάλπαρε πριν εσύ καταλάβεις πως για ταξίδι προορίζεσαι. Ξέρεις πως πρέπει να διπλώσεις τα σεντόνια σου, τέρμα πια οι λήθαργοι και τ' αδιέξοδά τους. Αλλα πράγματα δεν έχεις, τίποτα μαζί σου δε θα πάρεις, μόνο αυτά τα μάτια τα ελάχιστα, που σε κοιτούν σήμερα όπως σε κοιτούσαν χτες, και τα σεντόνια. Για το αύριο τίποτα δεν ξέρεις, κι αυτό σου δίνει δύναμη, ισχύ μεγάλη να φτάσει το βλέμμα ίσαμε τον ουρανό, να δει κατάμουτρα το αστέρι που χρόνια τώρα σε περίμενε, καρφιτσωμένο δυνατά στο σύμπαν. Τόπος σου πια είναι τα όνειρα, οι λέξεις, οι άνθρωποι και οι αγκαλιές που εσύ κατάργησες. Κρύβεις καλά το χαμόγελο, μην το δεις και το ζηλέψεις. Ανοίγεις την πόρτα απαλά, με τα σεντόνια στην αγκαλιά σου, και προχωράς με τόλμη προς τον ήλιο...

«

Πού πήγε η κόλαση; Ποιος κατάφερε να την καταργήσει;», ρωτάς κι αυτή κατορθώνει να σου απαντήσει, κι ας έχει φύγει τόσο μακριά. Σου 'πε κάποτε «μη χάσεις το αστέρι απ' τα μάτια σου» και συ - έστω αργά - φρόντισες να την ακούσεις. Ακούς ζωντανή τη φωνή της μέσα σου, «η κόλαση πίσω σου είναι, μην κοιτάς προς τα κει» σου λέει, και συ στην ταράτσα απλώνεις τα σεντόνια, λευκά, κατάλευκα, σαν ποτέ να μη ματώσαν, σαν ποτέ να μην ταλαιπωρήθηκαν. Περιμένεις το αστέρι σου να πέσει, βέβαιος για την ευχή που θες πραγματικότητα να γίνει: «Σε γύψους ποτέ πια μην εμπιστευτώ τα ραγίσματά μου»...


Μπέρρυ ΤΣΟΥΓΚΡΑΝΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ