Κυριακή 4 Ιούνη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Για τη διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης στην Ελλάδα

Στις πρόσφατες εθνικές εκλογές καταγράφηκε μια ορισμένη αναντιστοιχία: Η βεβαιωμένα αυξημένη λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στις κύριες πολιτικές επιλογές της άρχουσας τάξης της χώρας και των κομμάτων που τις υλοποιούν - δυσαρέσκεια, που βρήκε μια ορισμένη έκφραση και στις περυσινές ευρωεκλογές - τελικά, δεν εκδηλώθηκε με τη μορφή της καταψήφισης των κομμάτων αυτών, αντίθετα μάλιστα, τα δύο κόμματα, που εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο αυτές τις επιλογές, αύξησαν κι άλλο τις δυνάμεις τους σε σχέση με τις εκλογές του 1996. Σε πολλούς γεννιέται το ερώτημα: Μα καλά, τι άλλο έπρεπε να συμβεί για να καταδικαστεί επιτέλους και στις κάλπες αυτή η πολιτική; Η αναντιστοιχία ανάμεσα στη λαϊκή δυσαρέσκεια και το εκλογικό αποτέλεσμα ερμηνεύεται συχνά με την αύξηση των ρουσφετιών, των επιχειρήσεων ψυχολογικών εκβιασμών στη λογική του «μικρότερου κακού», με την καλλιέργεια της «πολιτικής του καναπέ και της τηλεόρασης» κτλ. Ολα αυτά βεβαίως ισχύουν και είναι γεγονός επίσης ότι οι εκλογικές εκστρατείες των αστικών κομμάτων μοιάζουν όλο και περισσότερο με εγχειρήματα επιχειρηματιών και διαφημιστικές καμπάνιες όλο και πιο καλά οργανωμένες και προσανατολισμένες. Ωστόσο, δεν αποτελούν επαρκείς εξηγήσεις για τη διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης και, κατ' επέκταση, της εκλογικής συμπεριφοράς. Από την άλλη μεριά, ακόμη χειρότερο θα ήταν να «ενοχοποιηθεί» ο ίδιος ο λαός για το εκλογικό αποτέλεσμα, αφού με αυτόν τον τρόπο θα παρεχόταν έρεισμα και άλλοθι στη βαθιά συντηρητική, μοιρολατρική ιδέα ότι «κάθε λαός έχει τελικά την κυβέρνηση που του αξίζει».

Η αλήθεια, βέβαια, ως συνήθως, βρίσκεται πιο βαθιά και για να βρεθεί απαιτείται η σωστή χρήση της μαρξιστικής θεωρίας, στο βαθμό που η θεωρία ασχολείται ακριβώς με το μη προφανές, με αυτό που φαίνεται δυσνόητο, δυσεξήγητο στην καθημερινή μας πρακτική και εμπειρική σκέψη.

Συνθήκες αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας

Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι, στο πλαίσιο του καπιταλισμού, η αστική ιδεολογία δεσπόζει στην κοινωνική συνείδηση. Αν δεν επικρατούσε στη συνείδηση του λαού, δε θα ήταν κυρίαρχη ιδεολογία. Η ιδεολογία αυτή αναπαράγεται διαρκώς διαμέσου των λεγόμενων ιδεολογικών και άλλων μηχανισμών του κράτους και της αστικής κοινωνίας των πολιτών (εκπαιδευτικό σύστημα, εκκλησία και θρησκευτικές πεποιθήσεις, Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, στρατός και στρατιωτική θητεία κ.ο.κ.). Διαμέσου αυτών των «μηχανισμών» όμως, αναπαράγονται οι ιδέες, τα πρότυπα, οι στάσεις ζωής, που ήδη υπάρχουν από πριν στην κοινωνία και που χαρακτηρίζουν την κοινωνική συνείδηση και τον τρόπο ζωής στον καπιταλισμό γενικά. Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται για κάποιου είδους «αστική συνωμοσία» ενάντια στην εργατική τάξη, αλλά για την απλή μαζική αναπαραγωγή του συστήματος πεποιθήσεων, πνευματικών και πολιτικών στάσεων και συμπεριφορών, ηθικών και αισθητικών αξιών, που αυθόρμητα ήδη διακατέχουν σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική συνείδηση της εργατικής τάξης και του λαού, του συνόλου των υποκειμένων της καπιταλιστικής κοινωνίας (ακόμη και της αστικής τάξης).

Πρόκειται για την αυθόρμητη, εμπειρική συνείδηση, που υπαγορεύει η ζωή στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Σύμφωνα με αυτή την εμπειρική συνείδηση, η κοινωνία είναι ένας απέραντος στίβος ανταλλαγής, «αγοράς», δηλαδή αγοράς και πώλησης αντικειμένων και ικανοτήτων. Ο καθένας ανταλλάσσει ό,τι διαθέτει, ο καθένας είναι ένας «επιχειρηματίας» του εαυτού του, ιδιοκτήτης και διαχειριστής της προσωπικής του περιουσίας, η οποία μπορεί να συνίσταται σε κεφάλαιο, εργοστάσια, ακίνητα, χωράφια, επιχειρήσεις, καταθέσεις, ή ακόμα απλώς και μόνο στην ικανότητά του για εργασία, δηλαδή στην εργατική του δύναμη.

Με βάση, δηλαδή, τη λογική που υπαγορεύει η ζωή στον καπιταλιστικό σχηματισμό, το κάθε άτομο είναι ένας «αστός», ένας ελεύθερος πολίτης, που, στην περίπτωση του εργαζόμενου, πουλάει την ικανότητά του για εργασία στην αντίστοιχη αγορά (δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση, στην αγορά εργασίας), με οικονομικό αντάλλαγμα τη διασφάλιση των μέσων επιβίωσής του. Στις σχέσεις εργασίας του, απέναντι στον εργοδότη του, ο εργαζόμενος είναι λοιπόν ένας «συμβαλλόμενος», ένα φυσικό πρόσωπο δικαίου, νομικά και πολιτικά ίσο με το αντίστοιχο φυσικό πρόσωπο του «αντισυμβαλλόμενου» κεφαλαιοκράτη.

Αντίστοιχα, διαμορφώνεται από τον τρόπο ζωής και η αυθόρμητη πολιτική του συνείδηση. Ως αστικό πολιτικό υποκείμενο, κατανοεί τα συμφέροντά του ατομικά, ψηφίζει στις εκλογές με βάση την πολιτική «προσφορά» των κομμάτων. Σύμφωνα με την αυθόρμητη, την τρέχουσα κυρίαρχη πολιτική συνείδηση - σε συνθήκες ειρηνικής ανάπτυξης και σταθερότητας του καπιταλισμού - το ίδιο το πολιτικό και κομματικό σύστημα αποτελεί μια αγορά, μια «πολιτική αγορά» και ένα «πολιτικό πιστωτικό σύστημα», ένα «χρηματιστήριο πολιτικών αξιών» (για να έρθουμε και στο σημερινό πνεύμα της μόδας), στο οποίο οι πολίτες «επενδύουν» την ψήφο τους (και την ενδεχόμενη επιρροή τους σε ψήφους άλλων ατόμων), δηλαδή το ατομικό τους «πολιτικό κεφάλαιο», αναμένοντας από αυτό μια ορισμένη «απόδοση» στη διάρκεια της διακυβέρνησης από το επιλεγμένο κόμμα ή κομματικό συνασπισμό.

Με βάση αυτή την, κυριολεκτικά «αγοραία», ατομικιστική λογική, ένας εργαζόμενος του ιδιωτικού τομέα, για παράδειγμα, που δεν έχει προσδοκίες «να μπει κάποτε στο δημόσιο» και που υφίσταται καθημερινά την ταλαιπωρία των δημόσιων υπηρεσιών (κακές συγκοινωνίες, σε πολλές περιπτώσεις απαράδεκτα άσχημα οργανωμένη δημόσια διοίκηση και δημόσια περίθαλψη και πρόνοια, γραφειοκρατία και χαρτοβασίλειο), έχει κάθε λόγο να υποστηρίζει τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων οργανισμών, ή, τουλάχιστον, να μην αντιτίθεται έντονα σε αυτές. Αντίστοιχα, κι ένας δημόσιος υπάλληλος, δεν έχει κανένα σοβαρό, κατ' αρχήν, λόγο να αντιτίθεται στη θεσμοθέτηση των συνθηκών άγριας ευελιξίας στην ιδιωτική αγορά εργασίας, αφού αυτός «έχει δεμένο το γάιδαρό του», με το σταθερό μισθό, τη μονιμότητα (προς το παρόν τουλάχιστο), αντίθετα μάλιστα, μπορεί να πειστεί σχετικά εύκολα ότι η ευελιξία αυτή είναι προς το συμφέρον του δημόσιου κορβανά, άρα και το δικό του κ.ο.κ.

Η παράθεση παρόμοιων παραδειγμάτων από ξεχωριστά τμήματα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων συνολικά, μπορεί να τραβήξει σε μεγάλο μάκρος. Αυτή η κατάσταση κατακερματισμού είναι φυσική για τον καπιταλισμό και σ' αυτήν ακριβώς βασίζονται οι πολιτικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου, όταν περνούν τις πολιτικές τους επιλογές, στρέφοντας το ένα τμήμα του λαού ή της εργατικής τάξης ενάντια στο άλλο («θεωρίες» και πρακτικές περί «κοινωνικού αυτοματισμού» και άλλα τέτοια). Αν προσθέσουμε στην, έτσι κι αλλιώς υπαρκτή, αυθόρμητη αυτή πολιτική συνείδηση και τη μόνιμη αναπαραγωγή της από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και την προπαγάνδα του καπιταλιστικού κράτους, εξηγείται εύκολα η πηγή της σταθερότητας της επίδρασής της στα μυαλά των εργαζομένων και συνεπώς στην πολιτική τους συμπεριφορά.

Ταξική πάλη και συνείδηση

Είναι βέβαια γνωστό ότι αυτή η κοινωνική συνείδηση αποτελεί επιφανειακή, ψευδή αντανάκλαση της κοινωνικής πραγματικότητας και αποβαίνει σε βάρος των συνολικών συμφερόντων της εργατικής τάξης, οικονομικών και κυρίως πολιτικών. Η επιτυχία της αστικής ιδεολογίας στη χειραγώγηση της συνείδησης των εργαζομένων οφείλεται στο γεγονός ότι ο εργαζόμενος αποτελεί ένα διχασμένο ιδεολογικά κοινωνικό υποκείμενο στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Σύμφωνα με το μαρξισμό, ο εργάτης αποκτά συνείδηση των συμφερόντων του μόνο μέσα από τη συλλογική πάλη του ενάντια στο κεφάλαιο. Οπως είναι γνωστό, τα επίπεδα, οι μορφές πάλης του εργατικού κινήματος είναι τρία: Η οικονομική πάλη (που αποτελεί το πρωτογενές υλικό, το υπόβαθρο και των άλλων μορφών πάλης, καθώς και το πεδίο της πρωταρχικής μαζικής συγκρότησης της ταξικής οργάνωσης των εργαζομένων σε συνδικάτα), η πολιτική πάλη και η ιδεολογική - θεωρητική πάλη. Η δεύτερη και η τρίτη μορφή πάλης, στις ανεπτυγμένες τους μορφές, έχουν σαν προϋπόθεση την ύπαρξη και λειτουργία του κόμματος της εργατικής τάξης, της πρωτοπορίας της, που εκφράζει τα καθολικά, πολιτικά και μακροπρόθεσμα συμφέροντα της τάξης, την ιστορική της αποστολή, που συνίσταται στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.

Οσο η οικονομική πάλη της εργατικής τάξης, η πάλη για καλύτερους μισθούς και όρους δουλιάς και ζωής παραμένει απομονωμένη από την πολιτική και ιδεολογική πάλη, οι εργαζόμενοι εξακολουθούν σε μεγάλο βαθμό να αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως μικρούς «αστούς», που προσπαθούν με ατομικό ή ομαδικό τρόπο (περιορισμένο από τη συνδικαλιστική οργάνωση της εργατικής τάξης ανά τμήματα - παραγωγικές μονάδες, κλάδους, περιοχές κ.ο.κ.) να διεκδικήσουν απλώς ένα μεγαλύτερο μερίδιο από την κοινή «πίτα» του παραγόμενου εθνικού πλούτου. Αυτή ακριβώς είναι η αποστολή του σημερινού ρεφορμισμού στο συνδικαλιστικό κίνημα, δηλαδή το να απομονώνει συνεχώς τον τομέα της οικονομικής συνδικαλιστικής πάλης από τους τομείς της καθολικής εργατικής πολιτικής και ιδεολογίας. Η συνείδηση της εργατικής τάξης, λοιπόν, σήμερα είναι αντιφατική. Τα πραγματικά της συμφέροντα μπορεί να τα κατανοήσει μόνο μέσα στο πλαίσιο της ταξικής πάλης και, μάλιστα, μόνο αφού η απλή οικονομική πάλη πολιτικοποιηθεί και ιδεολογικοποιηθεί, με την παρέμβαση και την επίδραση του κομμουνιστικού κινήματος. Εκτός από αυτό, η ιδεολογική αλλοτρίωση της εργατικής τάξης προέρχεται και από το γεγονός ότι μόνο συλλογικά μπορεί να αποκτήσει πολιτική συνείδηση.

Το θέμα είναι ότι ο καπιταλισμός αναπτύσσεται με τρόπο, ώστε η εργατική δύναμη, δηλαδή η εργατική τάξη, δε λειτουργεί παρά μόνο ως συλλογική και συνολική εργατική δύναμη. Η εργατική δύναμη του ξεχωριστού εργάτη δεν υφίσταται από μόνη της, παρά μόνο μέσα στη συνολική μάζα της κοινωνικής εργασίας. Ετσι, οι εργάτες, ως παραγωγοί, μονάχα από κοινού, συλλογικά, μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους είτε στα θέματα της παραγωγής, είτε, κατά προέκταση, στην πολιτική κ.ο.κ. (αυτό σημαίνει η έκφραση ότι η εργατική τάξη εκφράζει τον κοινωνικό χαρακτήρα, την κοινωνικοποίηση της παραγωγής). Μεταξύ των εργατών - παραγωγών, τη σύνδεση και το συντονισμό της συνολικής εργασίας και παραγωγικής δραστηριότητας εξασφαλίζουν οι καπιταλιστές και το αστικό κράτος (γι' αυτό και η αναρχία στην παραγωγή και στην κοινωνική ζωή γενικότερα). Η καπιταλιστική «διαμεσολάβηση» στην παραγωγική διαδικασία, η αναντιστοιχία ανάμεσα στην εργασία του κοινωνικού «συνολικού εργάτη» (που μόνο κοινωνικά υπάρχει και όχι ατομικά) και στην ιδιωτική ιδιοποίηση και συντονισμό του ατομικού καπιταλιστή (που με τη σειρά του υπάρχει μόνο ατομικά ή μερικά και όχι γενικά κοινωνικά - ο «συλλογικός καπιταλιστής», το καπιταλιστικό κράτος δεν αναιρεί τον κατατεμαχισμό των καπιταλιστικών επιχειρήσεων και τον ανταγωνισμό μεταξύ τους) δεν περιορίζεται στην παραγωγική διαδικασία, αλλά απλώνεται στο σύνολο της κοινωνικής ζωής.

Η βασική αυτή αντίφαση του σημερινού κοινωνικοοικονομικού συστήματος μπορεί να μπει σε δρόμο επίλυσης, μόνο αν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης βρουν έκφραση σε μια μορφή οργάνωσης που εκπροσωπεί το «συνολικό εργάτη», μόνο αν ο φορέας της τάξης έχει εποπτεία και δρα σε όλη την έκταση της κοινωνίας και κατανοεί συνολικά την κοινωνία, καθολικά, ιστορικά και μέσα στις αντιφάσεις της, δηλαδή διαλεκτικά. Αυτή η ενιαία σύλληψη της κοινωνίας και των συμφερόντων και της αποστολής της εργατικής τάξης εκφράζεται μέσα στην κομμουνιστική συνείδηση και δράση, που υλοποιείται στη δράση του ΚΚ. Η αναντιστοιχία, λοιπόν, του εκλογικού αποτελέσματος, σε σχέση με τα πραγματικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, οφείλεται σε βαθύτερες «αναντιστοιχίες», δηλαδή αντιφάσεις, που ισχύουν, τόσο στο χώρο της διαμόρφωσης της κοινωνικής συνείδησης του εργάτη στον καπιταλισμό, όσο, και ακόμη βαθύτερα, στην ίδια την ουσία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Μια αντιφατικότητα

Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (ΚΤΠ) διάγει μια φάση ραγδαίας ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια, την περιβόητη φάση της οικονομικής αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου σε εθνική και διεθνή κλίμακα. Η έντονη αυτή ανάπτυξη του ΚΤΠ έχει σαν συνέπεια την ολοένα μεγαλύτερη ένταση της διαδικασίας πραγματικής υποταγής της εργασίας στο κεφάλαιο και την «ομογενοποίηση» του συνόλου της κοινωνικής ανάπτυξης γύρω από αυτήν. Η αντιφατικότητα του καπιταλισμού, όμως, συνίσταται στο ότι αυτή η «ομογενοποίηση» (που συνίσταται στη γενίκευση της πραγματικής υποταγής της εργασίας στο κεφάλαιο και όχι σε κάποια εξωτερική ομοιομορφία: Η ομοιομορφία είναι εσωτερική, στο επίπεδο των βασικών κοινωνικών σχέσεων και τάσεων) της κοινωνίας έχει σαν αναγκαίο όρο της και σαν μορφή εκδήλωσής της, τόσο τη διαρκώς εντεινόμενη εξατομίκευση και τον κατακερματισμό των σχέσεων εργασίας, όσο και τον ατομικισμό της κοινωνικής συνείδησης. Δηλαδή, στον καπιταλισμό, η τάση γενίκευσης της πραγματικής υποταγής της εργασίας στο κεφάλαιο δεν οδηγεί στην ομογενοποίηση των ξεχωριστών ομάδων και τμημάτων της εργατικής τάξης, αλλά, αντίθετα, στον ακόμα μεγαλύτερο κατακερματισμό τους («πλήρης» και μερική απασχόληση, άτυπες μορφές εργασίας, ασφαλισμένοι και μη ασφαλισμένοι, διάφορα επίπεδα αμοιβών κ.ο.κ. - οπωσδήποτε, βέβαια, η ανάπτυξη της διαδικασίας της πραγματικής υποταγής της εργασίας στο κεφάλαιο σπρώχνει το σύνολο της κατάστασης της εργατικής τάξης προς τα κάτω, ενισχύει το βαθμό συνολικής εκμετάλλευσης της τάξης από το κεφάλαιο).

Παραπέρα, οι καπιταλιστικές σχέσεις τείνουν να αφορούν πια το σύνολο της κοινωνικής ζωής (βλέπε τη μετατροπή του «ελεύθερου χρόνου» όλων μας σε χρόνο αξιοποίησης του κεφαλαίου διαμέσου της γενικευμένης, μαζικοποιημένης οργανωμένης διασκέδασης και ψυχαγωγίας, εκπαίδευσης, αθλητισμού κ.ο.κ. από επιχειρήσεις με σκοπό το κέρδος, δηλαδή από τη λεγόμενη και «βιομηχανία του ελεύθερου χρόνου». Βλέπε, επίσης, τη γενίκευση και ανάπτυξη του ρόλου της διαφήμισης και την καλλιέργεια του άκρατου καταναλωτισμού ως κοινωνικής ανάγκης αυτοπροσδιορισμού και ύψιστης αισθητικής αξίας του σύγχρονου εργαζόμενου, την τάση για εμπορευματοποίηση των πάντων, ακόμα και των πιο προσωπικών αναγκών του ατόμου). Το παράδειγμα της σύγχρονης τηλεόρασης και τηλεθέασης είναι αρκετά ενδεικτικό. Πόσες ώρες περνά, άραγε, ο σύγχρονος εργαζόμενος μπροστά στην τηλεόραση, συντελώντας στην εξυπηρέτηση των αναγκών του κεφαλαίου, διαφημιστικών και άλλων και, ταυτόχρονα, συντελώντας στον κατακερματισμό της δικής του προσωπικής ύπαρξης και ψυχισμού, των κοινωνικών του αναγκών;

Παλιότερα, οι άνθρωποι, ας πούμε, μια κατηγορία ενήλικων ανδρών, πήγαιναν στο καφενείο ή στο στέκι, στην παρέα και μιλούσαν πολύ για πολιτική και για τα καθημερινά τους προβλήματα. Τώρα, στο σημερινό καφενείο, την περισσότερη ώρα, βλέπουν στην τηλεόραση, κατά προτίμηση στο συνδρομητικό κανάλι (εξειδικευμένη καπιταλιστική επιχείρηση), ποδόσφαιρο (μια άλλη εξειδικευμένη καπιταλιστική επιχείρηση στον τομέα της ψυχαγωγίας) και διαφημίσεις (επίσης καπιταλιστική επιχείρηση). Η σημαντικότερη επίπτωση αυτής της οργανωμένης με καπιταλιστικό τρόπο «διασκέδασης» και «ψυχαγωγίας» πάνω σ' αυτούς τους ανθρώπους, δεν είναι το ότι πληρώνουν στην τιμή του καφέ τους και τα τέλη σύνδεσης του συνδρομητικού καναλιού, αλλά το ότι «χάνουν την ψυχή τους», μετατρέπονται σε αντικείμενα που εξυπηρετούν την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος, σε όντα που κάθε στιγμή της ζωής τους καλύπτουν τις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου, το ότι σημαντικό μέρος της επικοινωνίας τους, των συζητήσεών τους, της σκέψης τους αφορά ακριβώς, δίχως να το ξέρουν, τους όρους αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Ολα αυτά έχουν ακόμα και άμεση επίπτωση στην πολιτική. Χρησιμοποιώντας τις τεχνικές του μάρκετινγκ, τα πολιτικά πρότυπα και αξίες της αστικής ιδεολογίας, απευθύνονται, όχι στο κοινωνικό σώμα συλλογικά, αλλά στο κάθε άτομο προσωπικά.

Ο Σημίτης, λ.χ., ή ο οποιοσδήποτε πολιτικός, παρουσιάζεται, διαμέσου της τηλεόρασης, πρώτον, στον κάθε τηλεθεατή, δηλαδή κατ' αρχήν στον κάθε εργαζόμενο, ξεχωριστά, ατομικά και, δεύτερον, παρουσιάζεται όχι απλώς σαν ένα πολιτικό πρόγραμμα, αλλά σαν μια εικόνα, σαν ένα πρότυπο, σαν κάτι πολύ περισσότερο από έναν εντέλει «αστό πολιτικό», μέσω της χρήσης των σύγχρονων τεχνικών διαφήμισης και προβολής. Είναι περιττό να σημειώσουμε εδώ ότι ο εργαζόμενος - τηλεθεατής είναι ήδη πλήρως «εκπαιδευμένος» δέκτης στις τεχνικές εντυπωσιασμού της τηλεθέασης, μέσα από την καθημερινή πολύωρη προσήλωσή του στο «χαζοκούτι» - επομένως το αποτέλεσμα είναι σ' ένα βαθμό εξασφαλισμένο και ο «Σημίτης» είναι κι αυτός ένα καταναλωτικό προϊόν, που ο τηλεθεατής τείνει να «εσωτερικεύσει» σαν ανάγκη ή σαν προειδοποίηση, ανάλογα με τις ιδεολογικές του προδιαθέσεις, μέσα στο πλαίσιο του αστικού πολιτικού συστήματος και των πρωτόγονων διχοτομιών του της «δεξιάς - κέντρου - αριστεράς» κτλ.

Η ιδεολογική αυτή αλλοτρίωση των εργαζομένων είναι πια αυτόματη, αποτελεί μια επιχείρηση - διαδικασία, που είναι και έκφραση, λογική συνέπεια της άναρχης ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Τα καπιταλιστικά ΜΜΕ, λοιπόν, απλώς λειτουργούν με βάση τον περίφημο «φετιχισμό του εμπορεύματος», που όρισε ο Μαρξ, όταν οι κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων εμφανίζονται σαν ιδιότητες πραγμάτων και, συνεπώς, όταν το εμπόρευμα παρουσιάζεται ως φετίχ, ως πανάκεια, ως κάτι που δεν ενδιαφέρει μόνο σαν αξία χρήσης, σαν χρήσιμο αντικείμενο, αλλά ακριβώς σαν εμπορευματική ιδιότητα, σαν αντικείμενο που πρέπει να παραχθεί και να καταναλωθεί (στην τελική φάση υλοποίησης της παραγωγικής διαδικασίας, δηλαδή στην κατανάλωση), ακριβώς επειδή αποτελεί εμπόρευμα ή πρόσβαση σε άλλα εμπορεύματα.

Στο δρόμο του Μετώπου

Οι πτυχές του ζητήματος της διαμόρφωσης πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης που αναφέρθηκαν παραπάνω, ίσως και με κάποια μονομερή έμφαση περισσότερη απ' όση πρέπει (στο βαθμό που - σκόπιμα πάντως, για τις ανάγκες της ανάλυσης - δεν αναφέρεται ο ρόλος της πλούσιας αγωνιστικής παράδοσης της εργατικής τάξης, που επιδρά στην κοινωνική της συνείδηση), δίνονται ακριβώς σαν μια πρόχειρη και περιορισμένη συμβολή, για να στραφούμε σαν κόμμα και σαν κίνημα στη βαθύτερη γνώση και κατανόηση των διαδικασιών που βρίσκονται στη βάση της οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής αναπαραγωγής της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Με βάση τα όσα αποσπασματικά αναφέρονται παραπάνω γίνεται, πιστεύω, εν μέρει τουλάχιστον, κατανοητή η δυσκολία διαμόρφωσης αυτοτελούς πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης με βάση τα πραγματικά της συμφέροντα.

Το εκλογικό αποτέλεσμα, λοιπόν, είναι πραγματικό, άρα λογικό (καθετί το πραγματικό είναι λογικό και κάθε λογικό είναι πραγματικό, έγραφε ο Χέγκελ, ο πατέρας της σύγχρονης διαλεκτικής. Θα συμπλήρωνε όμως, μαζί και με τον Μαρξ, ότι αυτό σημαίνει πως το πραγματικό είναι αντιφατικό, περιέχει αντιφάσεις και αντιθέσεις, αφού η «ουσία» του λογικού είναι η αντίφαση). Οι πραγματικές αντιφάσεις που γεννά η ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στην κοινωνική συνείδηση των εργαζομένων πρέπει να απασχολούν το κόμμα και το κίνημα. Πώς μπορούν να επιλυθούν;

Είναι ξεκάθαρο ότι «μαγικές» λύσεις δεν υπάρχουν. Ο μόνος τρόπος να αντιπαλέψουμε την αστική ιδεολογία και τις σύγχρονες τεχνικές προώθησής της είναι η ισχυροποίηση του κομμουνιστικού κόμματος και κινήματος πρωταρχικά μέσα στην εργατική τάξη, δηλαδή στο φυσικό του χώρο. Η σημερινή ενδυνάμωση της αστικής ιδεολογίας δεν οφείλεται στην υποτιθέμενη παντοδυναμία κάποιων τεχνικών προβολής και διαφήμισης, αλλά κυρίως στην υποχώρηση της κομμουνιστικής πολιτικής παρέμβασης και ιδεολογίας τα τελευταία χρόνια, για τους γνωστούς λόγους. Το εκλογικό αποτέλεσμα, απλώς, μας φέρνει μπροστά στις ευθύνες μας και στο δύσκολο δρόμο που έχουμε να διανύσουμε ακόμη. Εκείνο που χρειάζεται σήμερα, είναι να μάθουμε να επιλέγουμε και να προσεγγίζουμε καλύτερα το κάθε συγκεκριμένο πεδίο πάλης και παρέμβασης στη δράση μας. Επίσης, οι σημερινές συνθήκες κάνουν ακόμα πιο έντονη την ανάγκη ριζικής αναβάθμισης της ιδεολογικής, θεωρητικής δουλιάς του κόμματός μας. Οπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η απλή, αυθόρμητη, εμπειρική πολιτική συνείδηση δεν αρκεί σήμερα.

Οδηγεί κατευθείαν στην αγκαλιά της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας και στα σύγχρονα εργαλεία της, που είναι προσανατολισμένα στο να «χωνεύουν» τα πάντα. Μόνο η πραγματική χρήση και ανάπτυξη της επαναστατικής μαρξιστικής θεωρίας μπορεί να μας βοηθήσει στη λύση των πρακτικών προβλημάτων της δράσης του κινήματος σήμερα, στην οικοδόμηση της ενότητας δράσης της εργατικής τάξης και του πιο πλατιού Αντιιμπεριαλιστικού Δημοκρατικού Μετώπου Πάλης. Μόνο η δημιουργική εφαρμογή, ανάπτυξη και διάδοση του μαρξισμού, στο πλαίσιο της πάλης του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος, μπορεί να οδηγήσει στην άρση της αντίφασης στη συνείδηση της εργατικής τάξης και στη δημιουργία των προϋποθέσεων, ώστε η τάξη αυτή να μετατραπεί σε «τάξη για τον εαυτό της», να πραγματοποιήσει τη σοσιαλιστική επανάσταση, απελευθερώνοντας το σύνολο της ανθρωπότητας από τα καπιταλιστικά δεσμά, ανοίγοντας το δρόμο για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και της κοινωνίας.


Απόστολος ΧΑΡΙΣΗΣ
Μέλος του ΔΣ του ΚΜΕ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ