Αλλωστε, ως φαινόμενο μπορεί να υπάρξει. Αρα, αφού μπορεί να υπάρξει, γιατί να μην παρουσιάζεται και ως πραγματικότητα; Είναι μια μέθοδος μέσω της οποίας επιδιώκουν να δημιουργούν την αίσθηση πως ό,τι εμφανίζεται και λέγεται δημόσια, αυτό είναι και πραγματικό και ως τέτοιο να το προσλαμβάνουν οι μάζες.
Από την έρευνα της «Ζούγκλας» και του «Κίτρινου Τύπου» συγκεκριμένου καναλιού, για την ανάμειξη στα λεγόμενα «ροζ σκάνδαλα» δημοσίων προσώπων ακόμη και πολιτικών, αλλά και τη μεθόδευσή της προς τη δημοσιότητα, αναδύεται πολλή μπόχα. Μπόχα απ' όλες τις μεριές. Απ' όπου και αν την πιάσεις βρομάει.
Αν είναι πραγματικότητα, βρομάει. Αν πάλι δεν είναι πραγματικότητα, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των συμμετεχόντων στην εμφάνισή του, (ηθικών αυτουργών και εκτελεστών), πάλι η ενέργεια εκπέμπει δυσωδία. Αυτό το ίδιο το γεγονός της παρουσίασής του και του σχολιασμού του, αφήνοντας στο περιθώριο του σκοταδιού τις πραγματικές κοινωνικές αναφορές του, πάλι βρομάει. Γιατί, σίγουρα τέτοια φαινόμενα είναι βαθιά ριζωμένα στη σημερινή σάπια καπιταλιστική κοινωνία και απότοκά της, που όσο σαπίζει τόσο θα παράγει και θα αναπαράγει κοινωνικά «σαπρόφυτα» που θρέφονται από τη σαπίλα της. Είναι αναντικατάστατο μέρος της ηθικής της.
***
Αλλά τα φαινόμενα αυτά καθεαυτά έχουν σχέση με την πολιτική. Και δεν εννοούμε μόνο τα γεγονότα που παρουσιάστηκαν ως τέτοια, αλλά και τη δημοσιογραφική παρουσίασή τους. Ασε που και εδώ ακούγονται διάφορα περί κινήτρων αυτών που τα παρουσίασαν. Τόσο από τους ίδιους που αυτοανακηρύσσονται προστάτες της ηθικής, όσο και από τους επικριτές τους που τους κατηγορούν για σπίλωση, δυσφήμιση της προσωπικότητας και παραβίαση της προσωπικής ζωής. Για τηλεθέαση και κέρδος μιλούν αυτοί οι δεύτεροι. Αλλοι λένε ότι φταίνε τα MEDIA. Δεν έχουν άδικο, μόνο που αυτό είναι ένα μόνο από τα κίνητρά τους και πάντως μόνο μ' αυτό, αντιμετωπίζουν επιδερμικά την ουσία, όπως επιδερμικά αντιμετωπίζουν και την υπόθεση της ευθύνης των MEDIA.
Τι φταίει η τηλεόραση όταν ο ιδιοκτήτης της τη μεταχειρίζεται «όπως του καπνίσει» και πάντως για τα ατομικά του συμφέροντα ή καλύτερα για τα ταξικά του συμφέροντα; Αυτό το τελευταίο, όλοι οι ανταγωνιστές στο χώρο της, το προστατεύουν, γι' αυτό και αντιμετωπίζουν επιδερμικά το πρόβλημα. Οσο για τους πρώτους, που δημιουργούν το θέμα στο όνομα της υπεράσπισης της ηθικής, ο φαρισαϊσμός τους ξεπερνά τα όρια της φαντασίας, αφού δε θίγουν στο ελάχιστο τις ταξικές αναφορές αυτής της ηθικής, την ουσία της, και στέκονται μόνο στα «ανήθικα» πρόσωπα.
Εκτός κι αν δοκιμάζουν να δουν στην πράξη πώς λειτουργεί η Σένγκεν, προσφέροντας επιπλέον προσωπικά δεδομένα διά πάσαν χρήσιν. Και αυτό το τελευταίο δεν είναι καθόλου αμελητέο. Οταν οι «εκτελεστές» στη δημοσιότητα της συγκεκριμένης υπόθεσης μιλούν για κρυφές κάμερες, που σημαίνει παρακολούθηση στο όνομα του δήθεν ρεπορτάζ ή της δημοσιογραφικής έρευνας, τότε ευθέως έρχεται στο νου καθενός το περίφημο «οι μισοί Ελληνες παρακολουθούν τους άλλους μισούς, το ερώτημα είναι ποιος παρακολουθεί τους παρακολουθούντας» που εκστομίστηκε από τους Απριλιανούς στη διάρκεια επιβολής του «γύψου» τους.
***
Παρ' όλα αυτά, υπάρχει στο βάθος μια πραγματικότητα που μπορούν να δημιουργήσουν, αν δεν έχουν ήδη ξεκινήσει να τη δημιουργούν. Κάποτε έφτασαν να καίνε βιβλία, να κλείνουν εφημερίδες, να κυνηγούν αθώους με τη λογική ότι είναι ένοχοι μέχρι να αποδειχτεί η αθωότητα τους και όχι αθώοι ώσπου να αποδειχτεί η ενοχή τους, ή να τους ενοχοποιούν και ας ήταν αθώοι. Στόχος, όχι η φθορά των συνειδήσεων αλλά η ανυπαρξία συνειδήσεων, το σβήσιμό τους, το σταμάτημα της λειτουργίας της σκέψης, για την επιβολή της πιο αντιδραστικής κατασταλτικής μορφής διακυβέρνησης. Η οικοδόμηση και επιβολή αυτής της πραγματικότητας δεν δεν έγινε ξαφνικά, αλλά προηγήθηκε η δημιουργία των προϋποθέσεων για να αποκτήσει και κοινωνική βάση, να γίνει αποδεκτή από λαϊκές συνειδήσεις.
Σήμερα οι ιδιοκτήτες των MEDIA, και ορισμένοι που σ' αυτά λειτουργούν συνειδητά ως εκτελεστικά όργανα του σκοπού και των στόχων των ιδιοκτητών των ΜΜΕ, με τις κάμερες χτυπάνε ίσια στο νου και τη συνείδηση του λαού, επιβάλλοντας τις δικές τους πραγματικότητες. Και παίζουν ακόμη και με τις υποθέσεις, πραγματικές ή όχι δεν έχει σημασία. Φτάνει να επιδρούν έτσι ώστε η δική τους πλαστή εικόνα να γίνεται υπόθεση των λαϊκών μαζών, προκειμένου να κάνουν τη δουλιά τους.
***
Η επιβολή μεθόδων που διολισθαίνουν την πολιτική μόνο, ή κυρίως, στα προσωπικά δεδομένα της «ανήθικης ηθικής» πολιτικών προσώπων μπορεί να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας βαρβαρότητας που επώασε το φασισμό. Και ως κοινωνικό φαινόμενο και ως πολιτικό. Γιατί ο εθισμός στην ανοχή μεθοδεύσεων και χρήσης μέσων ανάλογων με αυτά που ανέδειξαν τον κιτρινισμό της «Ζούγκλας» και του «Κίτρινου Τύπου» ενός καναλιού και μάλιστα ως προσφορά κοινωνικού έργου, συμφέρει τ' αφεντικά και ας τρώγονται μερικές από τις σάρκες της τάξης τους. Σώζεται έτσι το σώμα αυτής της τάξης. Γιατί, στο όνομα της λαϊκής αφύπνισης για ένα κοινωνικό πρόβλημα γέννημα θρέμμα αυτής της κοινωνίας, οδηγούν στο σκοταδισμό τις λαϊκές συνειδήσεις που μαθαίνουν να επιζητούν το θάνατο του «αρρώστου» αδιαφορώντας για την ύπαρξη της αρρώστιας. Αυτός είναι ο πιο μεγάλος κίνδυνος και η αντιμετώπισή του πρέπει να μπει στο στόχαστρο του λαού πριν είναι αργά.