Ομοβροντία στ' Αγραφα.
Εκεί του 'παν το στερνό «αντίο» χτες, σύντροφοι, συγγενείς και συντοπίτες. Από νωρίς το μεσημέρι παίρναν τον ανήφορο απ' τη Ραχούλα για το Παλιοζογλώπι, με μια στάση στη βρύση κι από κει στον Αη Λιά, περιμένοντας τον Καπετάνιο.
«Εδώ τον Χαρίλαο, θα τον έχουμε γειτονιά πάλι... μετά από πολλά χρόνια θα τον έχουμε γειτονιά».
Στις 15.20 απλώθηκε η είδηση ότι «έρχονται».
Στις 15.25 όπλα πιάσαν τις γωνίες, τιμητικό άγημα του Αντάρτη, το οποίο είχε αποφανθεί από πολύ νωρίς ότι «δε θα τον στείλουμε άκλαυτο τον Καπετάνιο».
Στις 15.40 ακούστηκε καθαρά η πομπή των αυτοκινήτων και πέντε λεπτά αργότερα φάνηκε στο προαύλιο του Αηλιά το προπορευόμενο όχημα.
Στις 16.00, συνεπής ακόμα και σ' αυτό το τελευταίο ραντεβού του, ο Χαρίλαος Φλωράκης έφτασε στον Αη Λιά. Τον συντρόφευαν η ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Αλέκα Παπαρήγα, πλήθος μελών του Πολιτικού Γραφείου, της Κεντρικής Επιτροπής, της ΚΝΕ, συγγενείς, σύντροφοι και συμπατριώτες του. Τον τύλιγε η σημαία της Ελλάδας και η σημαία του Κόμματος, τον ράντιζαν κόκκινα λουλούδια.
Ο Χαρίλαος Φλωράκης παραδόθηκε στην πατρική του γη στις 16.05 ακριβώς, συνοδευόμενος από ένα και μόνο σύνθημα: «ΚΚΕ, το Κόμμα σου λαέ»!
Οι πρώτες νότες της Κομμουνιστικής Διεθνούς και το τραγούδισμά της απ' όλα τα στόματα, οι υψωμένες γροθιές, πήγαιναν μαζί με τη βαθιά συγκίνηση, μαζί με το δάκρυ για τον Καπετάνιο. Μια χούφτα χώμα από την Γραμματέα του Κόμματος, από τα μέλη της οικογένειάς του που βρίσκονταν εκεί, από τους συντρόφους του της Κεντρικής Επιτροπής.
Τα όπλα όπλισαν, οι κάννες μούγκρισαν κι όπλισαν πάλι, ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι που ξαναμύρισαν τα Αγραφα μπαρούτι. Μια παιδική φωνή απ' τα μεγάφωνα ξεχώρισε ανάμεσα στην αντάρα: «Αντίο, παππού»...
Αστραψαν και βρόντηξαν τα βουνά, που αντάμωναν πάλι με τον Χαρίλαο κι άνοιξε ο ουρανός. Στην αρχή μια ψιλή βροχούλα να τον δροσίσει και μετά νεροποντή.
«Κι όταν θάψαμε τον Ρίτσο, έβρεχε πολύ».
«Κλάψαν και τα βουνά για τον Καπετάνιο, Μανώλη».
Την ώρα την τελευταία, την ώρα της βροντής, όταν πολλοί έφευγαν πια για τις πατρίδες τους, κόσμος πολύς συνέχιζε ν' ανεβαίνει, πεζός, υπό καταρρακτώδη βροχή, εφτά χιλιόμετρα ανηφόρα για το τελευταίο «αντίο».
Ο Καπετάνιος δε θα φύγει πια από τούτο το λημέρι.