Το πήρε στα στοργικά του χέρια ο σύντροφος. Το περιποιήθηκε σαν μικρό απροστάτευτο παιδί, έβγαλε τα κομμάτια λάσπης, σκούπισε τις ξεφτισμένες μελανές ουρίτσες, φρόντισε το στέγνωμά του κι ανέσυρε στην επιφάνεια το ποίημα.
Να θυμάσαι τον Γράμμο μας του λαού το λημέρι/ που κρατάει στον κόρφο του την ψυχή σου ακέραιη. / Και προσμένει τον άνεμο που ξανά θε να φέρει/ μια φλόγα στα μάτια κι ένα όπλο στο χέρι.
***
Να θυμάσαι πώς σφύριζε μέσ' τ' αυτιά σου η σφαίρα/ την πατρίδα π' ανασταίνεις με ιδρώτα κι αίμα/ Να θυμάσαι τον σύντροφο που κοιμάται εκεί πέρα/ να θυμάσαι τι σου 'λεγε το στερνό του το βλέμμα.
Εβλεπες τον ποιητή να πολεμά, να τραγουδά, να σκαρφαλώνει σ' απάτητα λημέρια.
Εβλεπες τον ποιητή στεφανωμένο από όνειρα, ιδανικά και πάθος. Εβλεπες τον ποιητή να ερωτεύεται, να πονά, να ελπίζει, να μάχεται με τα αισθήματά του. Να θυμάσαι τη μάνα σου που την ώρα προσμένει/ ν' αναπάψει το βλέμμα της ξανά στη μορφή σου/ και απ' το άγριο κάτεργο που την είχαν ριγμένη/ σου απλώνει τα χέρια και φωνάζει: Θυμήσου.
***
Να θυμάσαι το χτες που ολούθε σε ζώνει/ και θα νιώσεις το σήμερα τι ζητά από σένα/ που ετοιμάζει το πάλεμα του σφυριού με τ' αμόνι/ την καινούρια σου δύναμη, τη γοργόφταστη γέννα.
Κι εμείς θυμόμαστε κι οδοιπορούμε αγαπημένε κι άγνωστε σύντροφε.
Κι εμείς πασχίζουμε να μαζέψουμε τα συντρίμμια και να τους δώσουμε αφή και άρωμα και σάρκα άφθαρτη.
Κι εμείς ακολουθάμε τα χνάρια και τους αγώνες σου κι αύριο θα γίνουμε ακόμα πιο πολλοί, έτσι που να μπορούμε να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη.
Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ