Στους εαυτούς μας αποδίδουμε, για παράδειγμα, τη φιλοξενία, αφού από τη μυθολογία μας ακόμα υπήρχε ο Ξένιος Δίας.
Αυτό δε σημαίνει ότι όλοι οι Ελληνες είμαστε φιλόξενοι. Πάντα υπάρχουν οι εξαιρέσεις. Το αποδεχόμαστε, έστω και σιωπηρά, επειδή πρόκειται για ένα ευγενές χαρακτηριστικό.
Ομως, πολλές φορές η καταγωγή ενός ανθρώπου από τους αφιλόξενους κουβαλάει άλλα χαρακτηριστικά που οι ίδιοι τους έχουν προσάψει.
Για πολλές δεκαετίες του αιώνα που φεύγει, οι Ελληνες, ακόμα και στο Σικάγο του Αλ Καπόνε, αποκαλούνταν περιφρονητικά Dirty Greeks (βρωμοέλληνες).
Αλλά δεν τους έλεγαν έτσι μόνο οι Αγγλοσάξονες, τους έλεγαν και οι Ιταλοί που είχαν το ίδιο μεσογειακό χρώμα, αλλά που εκείνοι αποκαλούνταν μαφιόζοι.
Τέτοια παραδείγματα μπορούν ν' αναφερθούν με όλες τις φυλές που απαρτίζουν πολύγλωσσες, πολυπολιτισμικές κοινωνίες, όπως τείνουν να γίνουν οι περισσότερες χώρες.
Βέβαια, οι Ελληνες δεν ήταν βρώμικοι γιατί ο χαρακτηρισμός βρωμο-οποιασδήποτε εθνικότητας σημαίνει παλιάνθρωπος.
Με την πάροδο του χρόνου οι Ελληνες της διασποράς αναπτύχθηκαν σε όλες τις μορφές των κοινωνικών δραστηριοτήτων - κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών - και ασφαλώς δεν είναι όλοι οι Ιταλοί μαφιόζοι.
Παρ' όλο ότι ο μη υπάρχων πλέον ταραχοποιός είχε όνομα και επίθετο, ελάχιστες φορές χρησιμοποιήθηκε από τους, κατά συντριπτική πλειοψηφία, δημοσιογράφους, ρεπόρτερς, αστυνομικούς ή άλλους που κάνουν δηλώσεις μπροστά στα μικρόφωνα και τις κάμερες. Το ίδιο συνέβη και στις μικρές οθόνες. Η εθνικότητα, υπό αίρεσιν, αντι - καθιστούσε τ' όνομά του.
Ατυχώς αυτό επαναλήφθηκε στην περίπτωση της θλιβερής μητέρας του που διαβάζαμε στις μικρές οθόνες, μητέρα του Ρουμάνου ή λίγο ελαφρότερα του Ελληνορουμάνου.
Το ίδιο και με την συνήγορο, ή τον γιατρό από την Κύπρο ή όποιον άλλο είχε σχέση με τον Σορίν Ματέι.
Μήπως θα είναι κακόβουλο να πιστέψουμε ότι αυτό δεν ήταν τυχαίο, αλλά σκόπιμο;
Να σκεφτούμε, δηλαδή, τι χαρακτηριστικά κουβαλάει για τους αφιλόξενους η καταγωγή ενός Ρουμάνου; Και τι Ρουμάνου; Ενός ανθρώπου που γεννήθηκε στη Ρουμανία και ήρθε στην Ελλάδα στην ηλικία των εννέα χρόνων.
Κι επιπλέον, ο ένας από τους γονείς ήταν Ρουμάνος.
Αφού, όμως, μεγάλωσε μέσα στην ελληνική κοινωνία, δεν ήταν καθόλου προϊόν της;
Η μήπως επειδή ο ένας από τους γονείς δεν ήταν Ελληνας το παιδί είχε κληρονομήσει τα εθνικά χαρακτηριστικά εκείνου μέσα στα οποία υπήρχε και η εγκληματικότητα;
Οι πιο πάνω προβληματισμοί δεν προϋποθέτουν απαλλαγή του Σορίν Ματέι απ' όποια αδικήματα και αν διέπραξε όταν ζούσε, αλλά διατυπώνονται για να δούμε και από αυτή τη σκοπιά τις εθνικές μας προκαταλήψεις.
Ιωάννα ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ