Ξέρεις με τον πατέρα σου... και άρχισε να μου διηγείται τους αγώνες, τα βάσανα και τις πίκρες της γενιάς τους.
Κι εκεί που νόμιζα ότι όλα πήγαν χαμένα, νάσου τούτη η κόκκινη θάλασσα στη συγκέντρωση, γεμάτη νιάτα, νάσου και ο γιος του Τηλέμαχου, συνεχίζει ακάθεκτος.
Μας αναστήσατε, λεβέντη μου.
Την Κυριακή, παρόλο που σπάνια πια κατεβαίνω, θα βάλω τα δυνατά μου, θα βάλω τα καλά μου και θα πάω να ψηφίσω το κόμμα του δίκιου και της λογικής, όπως το 'πες κι έτσι είναι, μα και του αγώνα. Να μην το ξεχνάς.
Είμαι ο Αγαμέμνονας.
Με τον Τηλέμαχο, τον πατέρα σου, είμαστε μαζί στο σύρμα εδώ και πενήντα πέντε χρόνια...
Και καλά ο Αγαμέμνονας. Παλιά καραβάνα και πάντα πιστός.
Αλλά η Αννα.
Δε λέω καλή και έξυπνη, αλλά τούτη την υποψηφιότητα με το ΠΑΣΟΚ σε προηγούμενες εκλογές τι την ήθελε.
Και από τότε μια απλή καλημέρα, έτσι για τους τύπους.
Και όμως, με πήρε τηλέφωνο από το νησί, να μου αναγγείλει πως κατεβαίνει στην Αθήνα λίγες μέρες πιο νωρίς, για να κάνει δουλιά στο συγγενολόι της.
Γιατί, βρε Γιώργο, «μετά τον Οτσαλάν και τη Σερβία δεν άντεχα άλλο και σεις μας θυμίσατε πως υπάρχει ακόμη φιλότιμο».
«Δυο ψυχές...» σκέφτηκα.
Κι ο Νίκος, που τον συνάντησα τυχαία στην Πατησίων, μετά από τριάντα χρόνια, από τότε που ήμουνα φοιτητής στις Βρυξέλλες, να με σφίγγει στην αγκαλιά του και να κλαίει σαν μικρό παιδί.
Πήρε ο αθεόφοβος το αεροπλάνο από το Βέλγιο να παραβρεθεί στη συγκέντρωση και να ψηφίσει την Κυριακή και ας είναι στο ταμείο ανεργίας. Και τόσοι μα τόσοι άλλοι, με της χαράς το δάκρυ, που συνάντησα την Τετάρτη το βράδυ να με συγχαίρουν για κάτι που εγώ ο ίδιος εκτιμώ σαν ελάχιστη συμβολή αντίστασης στη ρινοκεριάδα της εποχής μας, σαν ελάχιστη πράξη αξιοπρέπειας.
Μα, κι εμείς οι ίδιοι, ο Θάνος, ο Βασίλης, ο Διονύσης, Ο Αλέξης... Να λάμπουνε τα πρόσωπά μας από την επιτυχία της συγκέντρωσης, να κουβεντιάζουμε, μετά από χρόνια, μέχρι τα άγρια χαράματα πολιτικά, να αγωνιούμε για το αποτέλεσμα, να νιώθουμε ένταση και πάθος σαν νεοφώτιστοι, δεν είναι και λίγο.
Και φαίνεται πως τούτο το αυθόρμητο «δεν πάει άλλο» δεν ήταν της διανόησης εφεύρημα και υπερευαισθησία, αλλά αντανάκλαση βαθύτερου λαϊκού συναισθήματος.
Κι επειδή δίχως άλλο και οι της απέναντι όχθης θα το έχουν διαπιστώσει, γι' αυτό καιρό τώρα προσπαθούν να μας πείσουν πως «άλλο η υπεύθυνη πολιτική και άλλο το συναίσθημα». Λες και υπάρχει ανθρώπου πράξη, δίχως συναίσθημα.
Γι' αυτό δεν μπορεί, ακριβώς επειδή νιώθουμε ότι μας έχουν οδηγήσει στην άκρη του γκρεμού, επειδή τούτο το λαό δεν κατόρθωσαν να τον νεκρώσουν, δεν κατόρθωσαν να του πάρουν την ψυχή του, τη Δευτέρα το πρωί, να μου το θυμηθείτε, θα 'μαστε πάλι εδώ, με πρόσωπα πιο φωτεινά. Δεν μπορεί, τούτη η Ανοιξη θα 'ναι Ανοιξη νέας ελπίδας, που τόσο, μα τόσο την έχουμε ανάγκη και μεις και τα παιδιά μας.