Παρασκευή 15 Οχτώβρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 39
ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΣ
«Τα σύκα: σύκα και τη σκάφη: σκάφη»

Το 1948 ο Ρίτσος ήταν εξόριστος στη Λήμνο. Λίγο αργότερα θα άρχιζε και γι' αυτόν το μαρτύριο της Μακρονήσου. Ο Ρίτσος δεν εννόησε ποτέ να συνθηκολογήσει με τους δεσμοφύλακές του. Εξόριστος και δεσμώτης, στις δικές τους προτροπές να «υπογράψει», εκείνος άπλωνε τα χέρια για να του περάσουν κι άλλες χειροπέδες! Στις συστάσεις να «συμμορφωθεί», εκείνος τους απαντούσε γράφοντας ποιήματα. Ιδια και καλύτερα με εκείνα που τον είχαν οδηγήσει στη φυλακή! Γι' αυτά τα ποιήματα, του είχαν περάσει τις χειροπέδες. Και κείνος, αντί να αποκηρύξει τις ιδέες του, το Κόμμα του, τα ποιήματά του, αντί να κάνει «δήλωση» ότι τα ξεγράφει, στεκόταν απέναντι στους δεσμοφύλακες και συνέχισε να γράφει.

*

Τότε, το 1948, ο Ρίτσος έγραφε στο «Καπνισμένο τσουκάλι»:

*

ΕΙΤΑΝ μακρύς ο δρόμος ως εδώ. Πολύ μακρύς, αδελφέ μου.

Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια.

Τα βράδια

που ο μικρός γλόμπος κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας «πέρασε

η ώρα»

εμείς διαβάζαμε την ιστορία του κόσμου σε μικρά ονόματα

σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι στους τοίχους των φυλακών

σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των μελλοθάνατων

(...)

πίσω απ' τα σίδερα του τμήματος μεταγωγών

κοντά στο θάνατο που δε λέει «αύριο»

ανάμεσα σε χιλιάδες δεκανίκια από πικρά σακατεμένα

χρόνια

εσύ λες «αύριο» και κάθεσαι ήσυχος και βέβαιος

όπως κάθεται ένας δίκαιος άνθρωπος αντίκρυ στους ανθρώπους.

ΑΥΤΑ τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί να 'ναι κι από

αίμα

- όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα -

μπορεί να 'ναι κι απ' το λιόγερμα που χτυπάει στον απέναντι τοίχο

Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν

κι ο θάνατος είναι πιο κοντά...

(...)

Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά

και πρέπει να σκεφτείς το φως σ' έναν κάμπο με στάχυα

και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών

και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα

(...)

Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,

γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα

το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από στόμα σε στόμα

όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος - βρίσκουμε τη φλέβα

που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης. Χαμογελάμε

ΧΑΜΟΓΕΛΑΜΕ κατά μέσα. Αυτό το χαμόγελο το κρύβουμε τώρα

Παράνομο χαμόγελο - όπως παράνομος έγινε κι ο ήλιος

παράνομη κι η αλήθεια

(...)

Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο

κι αυτόν τον ουρανό δεν μπορούν να μας τα πάρουν

(...)

ΚΑΙ να, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε

ήσυχα - ήσυχα κι απλά.

Καταλαβαινόμαστε τώρα - δε χρειάζονται περισσότερα.

Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί

θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος σ' όλες

τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη

έτσι να λέμε πια τα σύκα: σύκα, και τη σκάφη: σκάφη,

κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: «τέτοια ποιήματα

σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα» Αυτό θέλουμε κι εμείς.

Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,

απ' τον κόσμο

εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο

*

Μήπως αμφιβάλλει κανείς για ποιον έγραψε αυτές τις στροφές ο Ρίτσος; Μήπως αμφιβάλει για ποιους λόγους τις έγραψε; Μήπως υπάρχει κανείς που δεν μπορεί να αντιληφθεί ποια στάση ζωής υμνούσε ο Ρίτσος με αυτά τα λόγια; Υπάρχει αμφιβολία ποιοι φορούσαν τις χειροπέδες ή ποιοι ήταν οι μελλοθάνατοι; Υπάρχει αμφιβολία ότι «αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους» ήταν από αίμα; Οτι όλα αυτά, η τρομοκρατία, η εξορία, τα βασανιστήρια, ο θάνατος, ήταν το τίμημα που πλήρωναν όσοι πάλευαν για να 'ναι «το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών»; Μήπως υπάρχει αμφιβολία για ποιους και κυρίως πώς «τραγουδούσε» ο Ρίτσος;

*

Στα κανάλια των διαπλεκόμενων, των εργολάβων και των εφοπλιστών δεν υπάρχει χώρος γι' αυτά τα λόγια, γι' αυτές τις λέξεις, γι' αυτά τα μηνύματα. Τα κανάλια των διαπλεκόμενων, που μεταξύ άλλων έχουν και την ευθύνη να «διαμορφώνουν πολιτιστική συνείδηση» στο λαό (!), είναι ένας σύγχρονος τόπος εξορίας για τον πολιτισμό και την ιστορία, για τους αγώνες και τα ιδανικά που γέννησαν το Ρίτσο και υμνήθηκαν από το Ρίτσο.

*

Αλλά οι δεσμοφύλακες δεν έχουν έρμα. Δεν τους αρκεί η φίμωση των ιδεών. Δεν τους φτάνει ο εξοστρακισμός των ποιημάτων. Δεν τους ικανοποιεί το σιωπητήριο στην ιστορική μνήμη. Τα κανάλια των εφοπλιστών, παρά τη φίμωση, παρά τον εξοστρακισμό, παρά το σιωπητήριο, ό,τι δεν μπορούν να το εξαφανίσουν, θέλουν να το μαγαρίσουν! Να το λερώσουν! Να το μολύνουν! Να το διαπομπεύσουν! Να το διασύρουν! Για να μπορούν να το σφετεριστούν. Θέλουν, ακόμα κι αυτό το χώμα που είναι δικό μας (μόνο δικό μας!), αφού το μαγαρίσουν, να το κάνουν «δικό τους».

*

Προχτές, όλοι εκείνοι που «δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, από τον κόσμο», όλοι εκείνοι που «τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο», είδαμε (και δεν το πίστευαν τα μάτια μας) αυτά τα λόγια του Ρίτσου από το «Καπνισμένο τσουκάλι» να έχουν ανασυρθεί από τον τηλεοπτικό σταθμό «Αντέννα» και να έχουν γίνει το τηλεοπτικό ντεκόρ για τις ανάγκες του «Φέιμ Στόρι»!

*

Σαν κοινοί κλέφτες και μαυραγορίτες, οι παραγωγοί του «τηλεπαιχνιδοκωλάδικου» σφετερίστηκαν τις λέξεις του ποιητή και έκαναν το Ρίτσο «ρεκλάμα» της κυρίας Τατιάνας Στεφανίδου! Πήραν τους στίχους του Ρίτσου και τους μετέτρεψαν σε «ταμπλό βιβάντ» του τηλεοπτικού τους σκουπιδαριού! Καταχράστηκαν σαν ανεξέλεγκτοι νταβατζήδες τα λόγια του ποιητή και τη μουσική του Λεοντή, για να κρεμάσουν ευκολότερα στα τσιγκέλια της AGB τα κομμάτια από τις σάρκες των «παικτών» της τηλεοπτικής τους αρένας! Εκαναν το Ρίτσο ντεκόρ της τηλεοπτικής τους ζούγκλας και άλλοθι της προσωπικής τους παρακμής!

*

Ο Ρίτσος γράφει στο «Καπνισμένο τσουκάλι» ότι έρχονται στιγμές που πρέπει «να λέμε πια τα σύκα: σύκα και τη σκάφη: σκάφη».

Τα «σύκα: σύκα» λοιπόν!

Αυτοί που προχώρησαν στην ασύγγνωστη προσβολή. Που συνέλαβαν την «ιδέα». Που την υλοποίησαν. Ολοι αυτοί, από τη Στεφανίδου μέχρι και τον τελευταίο χλεχλέ συμπαρουσιαστή, συμπαραγωγό, συνένοχο που οργανώνει την παραγωγή στο «Στόρι» της παραφωνίας και της αναξιοπρέπειας και που σχετίζεται με την προβολή αυτής της απίστευτης ύβρεως, αξίζουν δυο - όλες κι όλες - λέξεις:

*

Είστε ξεφτιλισμένοι!


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ