Πέμπτη 7 Απρίλη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 3
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
«ΒΑΣΙΚΟΣ ΜΕΤΟΧΟΣ»
«Κοινό τόπο» με Κομισιόν ζητά η κυβέρνηση

Η εξεύρεση «κοινού τόπου» με την Κομισιόν για το νόμο περί «βασικού μετόχου» είναι η βασική επιδίωξη της κυβέρνησης, όπως επιβεβαιώνεται και από την απαντητική επιστολή που απέστειλε χτες στις Βρυξέλλες.

Στην απαντητική επιστολή περιλαμβάνονται τα νομικά επιχειρήματα της κυβέρνησης, τα οποία καταλήγουν σε μία βασική διαπίστωση, ότι δηλαδή το Ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 14, παρ. 9) και ο νόμος για το «βασικό μέτοχο» δεν είναι ασύμβατα και δεν παραβιάζουν το Κοινοτικό Δίκαιο.

Από την αρχή της 21σέλιδης επιστολής, που φέρει τις υπογραφές των υπουργών Εξωτερικών, Εσωτερικών και Επικρατείας, επισημαίνεται ότι στόχος είναι να αποδειχθεί «γιατί η σχετική εκτελεστική του Συντάγματος νομοθεσία είναι συμβατή με το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο», ενώ εκφράζεται η βεβαιότητα ότι «αυτή η ανταλλαγή θέσεων και απόψεων θα οδηγήσει στην εξεύρεση κοινών τόπων ως προς τη λύση του ζητήματος της συμφωνίας της εκτελεστικής του Συντάγματός μας νομοθεσίας με τις επιταγές του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου, πρωτογενούς και παράγωγου».

Η κυβέρνηση διατυπώνει παράπονα στην Κομισιόν γιατί «ουδέποτε ενημερώθηκε» ποιες είναι οι καταγγελίες των εταιριών από την Ελλάδα και το εξωτερικό τις οποίες επικαλείται στην προειδοποιητική επιστολή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς και τους «λόγους υπέρτερου κοινοτικού συμφέροντος» που επέβαλαν την ασφυκτική προθεσμία των 15 ημερών για την απαντητική επιστολή, πολύ περισσότερο που ήταν διαφορετική η πρακτική της Κομισιόν σε παρόμοιες περιπτώσεις. Επίσης αντικρούει την προοπτική επιβολής ασφαλιστικών μέτρων για την αναστολή εφαρμογής του νόμου, επισημαίνοντας ότι η εφαρμογή του ξεκινά στις 14 Ιούνη.

Η κυβέρνηση, υπερασπιζόμενη το Σύνταγμα και το νόμο της, επικαλείται την «ευρεία πλειοψηφία», με την οποία ψηφίστηκε από τη Βουλή, αλλά και το στόχο της ρύθμισης, δηλαδή την αντιμετώπιση «φαινομένων αθέμιτης επιρροής που ασκούνται από τα ΜΜΕ στην οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας». Η κατάσταση αυτή και η αδιαφάνεια, σύμφωνα με την επιστολή, «δεν μπορεί να καλυφθεί από τις συνήθεις διατάξεις περί διαφθοράς», που προβλέπουν οι σχετικές οδηγίες της ΕΕ. Η κυβέρνηση επικαλείται ακόμα «τη δυνατότητα του εθνικού νομοθέτη να ρυθμίσει κυριαρχικώς το κρίσιμο ζήτημα», αλλά δεν επιμένει ιδιαίτερα σε αυτό. Η επιχειρηματολογία της είναι επικεντρωμένη στο να πείσει ότι «οι εθνικές διατάξεις δεν παραβιάζουν το Κοινοτικό Δίκαιο, διότι δεν αφορούν σε όρους και προϋποθέσεις σχετικά με την άσκηση των κοινοτικών ελευθεριών ούτε και στη λήψη μέτρων κυρωτικού χαρακτήρα σε βάρος ημεδαπών ή αλλοδαπών επιχειρήσεων».

«Είναι σαφές, αναφέρεται στην επιστολή, ότι οι εθνικές διατάξεις δεν αποσκοπούν και δεν αφορούν τη ρύθμιση όρων και προϋποθέσεων που σχετίζονται με την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, την ελευθερία εγκατάστασης, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, την ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων ή την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων, όπως στην Επιστολή αναφέρεται, ούτε βεβαίως παρεμποδίζουν, αμέσως ή εμμέσως, το ενδοκοινοτικό εμπόριο». Επιπλέον, «η θέσπιση των εν λόγω ασυμβίβαστων ιδιοτήτων μεταξύ MME και εταιριών που συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις δεν παρεμποδίζει την άσκηση των βασικών ελευθεριών του πρωτογενούς Κοινοτικού Δικαίου». Καταλήγοντας η επιστολή αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο η διαφωνία με την Κομισιόν να λυθεί στο Ευρωδικαστήριο.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ