Κυριακή 24 Αυγούστου 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Ποιος σηκώνει το βάρος της λιτότητας;

Ο ίδιος ο καθηγητής Σπράος ήταν σύμβουλος του τότε υπουργού Εθνικής Οικονομίας κ. Σημίτη στη 10ετία του 1980, όταν εφαρμόστηκε το περιβόητο σταθεροποιητικό πρόγραμμα 1986 - 1987. Οντας "αρχιτέκτονας" αυτού του προγράμματος, σήμερα ο ίδιος αναγνωρίζει ποιος σήκωσε το βάρος αυτής της πολιτικής. "Το κόστος, γράφει ο ίδιος, έπεσε εξ ολοκλήρου στα εισοδήματα, και κυρίως στους μισθούς... Οι μέσες αποδοχές μειώθηκαν κατά 12,5% μεταξύ 1985 - 1987" ("Εξουσία", 27/6/97).

Η πτώση των πραγματικών μισθών και συντάξεων ήταν μεγαλύτερη από αυτή που αναφέρει ο Σπράος, δηλαδή ήταν πάνω από 15%. Μόνο το 1987 ο όγκος των λιανικών πωλήσεων μειώθηκε κατά 2,3% και ο δείκτης της βιομηχανικής παραγωγής ήταν χαμηλότερος κατά 1,7 εκατοστιαίες μονάδες με βάση το 1980=100.

Η πτώση των πραγματικών μισθών και συντάξεων συνεχίστηκε, ιδιαίτερα μετά το 1990. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ, στα χρόνια 1990 - 1993 ο πραγματικός μισθός ανά μισθωτό μειώθηκε στην Ελλάδα κατά 14,8%. Τα συνδικάτα στη χώρα μας εκτιμούσαν ότι μόνο στη διετία 1990 - 1991 η απώλεια της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και συνταξιούχων ήταν 19%. ("Τα Νέα" 09/09/91). Και μετά το 1993 στη βάση της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της "Λευκής Βίβλου" συνεχίστηκε η συρρίκνωση των λαϊκών εισοδημάτων.

Αυτή η Εκθεση της Επιτροπής Σπράου για την εισοδηματική πολιτική και τον πληθωρισμό είναι η πρώτη για τα χρόνια 1998 - 1999 και θα ακολουθήσουν άλλες 6 - 7 εκθέσεις.

Η Εκθεση της Επιτροπής Σπράου προβλέπει συμπίεση του πληθωρισμού στο 2,5% το 1998 και 2,0% το 1999.

Είναι γνωστό ότι ο πληθωρισμός το 1996 διαμορφώθηκε σε μέσα ετήσια επίπεδα στο 8,5%, ήταν δηλαδή 3,3 φορές μεγαλύτερος από το μέσο επίπεδο του πληθωρισμού των χωρών - μελών της ΕΕ. Αυτή η βίαιη συρρίκνωση του πληθωρισμού πραγματοποιείται μέσα σε συνθήκες έξαρσης των τιμών πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης, που ξεπερνάει ακόμα και το 50%.

Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι χτυπά τον πληθωρισμό και από την άλλη μεριά προσφεύγει στην αύξηση της προσφοράς του χρήματος στην κυκλοφορία, η οποία είναι μεγαλύτερη από τον πληθωρισμό. Το 1995 η ετήσια αύξηση της προσφοράς χρήματος ήταν 10,3%, ενώ ο πληθωρισμός έτρεχε με 9,3% και αντίστοιχα το 1996 ήταν 9,0% και 8,5%.

Οι κυβερνήσεις, από τη μια μεριά, υιοθετούν πολιτική αύξησης του πληθωρισμού και, από την άλλη, παίρνουν μια σειρά αντιπληθωριστικά μέτρα στην κατεύθυνση περιορισμού της χρηματικής κυκλοφορίας. Αυτή η πολιτική ρυθμίσεων εντάσσεται στα γενικότερα πλαίσια του σύγχρονου Κρατικομονοπωλιακού Καπιταλισμού, όπου οι λιανικές τιμές των εμπορευμάτων και υπηρεσιών διαμορφώνονται και διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα από τα μονοπώλια.

Η κυβέρνηση σήμερα παρεμβαίνει άμεσα στην παραγωγική συγκυρία για να καλύψει τα μεγάλα ελλείμματα στα πλαίσια πραγματοποίησης των προϋποθέσεων της ΟΝΕ.

Στο "εισοδηματικό πακέτο" της έκθεσης Σπράου προβλέπεται μέσο ετήσιο όριο ονομαστικών μισθολογικών αυξήσεων της τάξης του 4% για το 1988 και 3,5% για το 1999. Ακόμα και στην περίπτωση που θα επιτευχθούν αυτά τα μεγέθη, τα πραγματικά εισοδήματα της εργατικής τάξης, των συνταξιούχων και των άλλων εργαζομένων, θα υποστούν παραπέρα μείωση. Αλλωστε ο ίδιος ο υπουργός της Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Γ. Παπαντωνίου, δήλωσε στο "Κανάλι 1" της Ελληνικής Τηλεόρασης, στις 23/6/97, ότι "ως το 1999 θα λήξει η λιτότητα". Αρα αναγνωρίζει σαφώς την πολιτική λιτότητας που χειροτερεύει την οικονομική κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων.

Αυτή η πολιτική λιτότητας δε θα έχει χρονικά όρια, δεν έχει ημερομηνία λήξης. Θα συνεχιστεί και στον 21ο αιώνα.

Η πολιτική του "παγώματος" των μισθών και συντάξεων αποτελεί το βασικό πυρήνα του περιεχομένου της έκθεσης της επιτροπής Σπράου. Ουσιαστικά πρόκειται για άμεση παρέμβαση του κράτους στην κατανομή και ανακατανομή του εθνικού εισοδήματος υπέρ της χρηματιστικής ολιγαρχίας.

Στην έκθεσή του ο Σπράος είναι αδιάλλακτος και προκλητικός όσον αφορά την απαρέγκλιτη εφαρμογή των μέτρων που υιοθέτησε η Διακυβερνητική του Αμστερνταμ και παροτρύνει την κυβέρνηση: "να καταστήσει σαφές... ότι εάν δεν επιτευχθεί συναίνεση θα εμμείνει στο στόχο για τον πληθωρισμό έστω και αν η επιδίωξή του χωρίς συναίνεση θα είναι πιο επώδυνη". ("Καθημερινή", 20/06/97).

Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να περάσει το πακέτο των αντεργατικών μέτρων με όλα τα μέσα που διαθέτει.

Την οικονομική αυτή πολιτική τη ζούνε οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι πάνω από 15 χρόνια. Το μερίδιο των μισθωτών στο μοίρασμα της πίτας που λέγεται Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν μειώθηκε από 47% το 1980 στο 32% το 1995 και αντίστροφα τα επιχειρηματικά κέρδη αυξήθηκαν από 34% στο 51%.

Οι δημιουργοί της έκθεσης Σπράου ισχυρίζονται ότι "το κόστος εργασίας" αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του κόστους των προϊόντων. Ηδη έχουμε αναφερθεί παραπάνω στην ανεδαφικότητα αυτού του επιχειρήματος. Ωστόσο αρκούμαστε σε ένα παράδειγμα.

Αν υποθέσουμε ότι ένα ζευγάρι παπούτσια πουλιέται στην αγορά 14.000 δρχ., οι οποίες αποτελούνται: από 10.000 δρχ. σταθερού κεφαλαίου, 2.000 δρχ. μεταβλητού κεφαλαίου και 2.000 δρχ. υπεραξίας, δηλαδή κέρδους. Από τα παραπάνω δεδομένα φαίνεται ότι το λεγόμενο κόστος εργασίας ή ο μισθός εργασίας αποτελεί μόνο το 16,6%. Εάν πάρουμε την καλύτερη εκδοχή, όπου καπιταλιστής δίνει 10% αύξηση στο μισθό εργασίας, θα διαπιστώσουμε ότι το λεγόμενο κόστος εργασίας θα ανέλθει στις 2.200 δρχ. και όταν όλοι οι άλλοι όροι μένουν αμετάβλητοι, τότε η τιμή της εργατικής δύναμης, σαν στοιχείο του κόστους παραγωγής των παπουτσιών θα είναι μόνο 18,0%. Και για να μη μειώσει τα κέρδη του ο καπιταλιστής αυξάνει την τιμή των παπουτσιών κατά 10%. Αυτό απλά σημαίνει ότι το ένα ζευγάρι παπούτσια θα το πουλάει τώρα στην αγορά με 15.400 δρχ. (14.000+1.400). Με τον τρόπο αυτό ο δοσμένος καπιταλιστής όχι μόνο δε μειώνει τα κέρδη του, αλλά και τ' αυξάνει από 2.000 δρχ. που είχε, σε 3.200 δρχ. (2.000 δρχ. + 1.200 δρχ.). Στην προκειμένη περίπτωση παρά το ότι ο μισθός εργασίας αυξήθηκε 10%, τα κέρδη του καπιταλιστή αυξήθηκαν κατά 60%.

Στην περίπτωση, όμως, που ο ίδιος καπιταλιστής μειώσει το μισθό εργασίας κατά 10%, δηλαδή από 2.000 δρχ. που πλήρωνε για ένα ζευγάρι παπούτσια θα πληρώνει 1.800 δρχ., τότε, όταν οι άλλοι όροι παραγωγής μένουν ίδιοι, θα αυξηθούν τα κέρδη του κατά 10% ή από 2.000 δρχ. που έβγαζε από κάθε ζευγάρι θα βγάζει 2.200. Εάν ο ίδιος πουλούσε στην αγορά 20.000 ζευγάρια παπούτσια, αρχικά θα έβγαζε 40 εκατομμύρια κέρδος (20.000x2.000). Με τη μείωση όμως του μισθού κατά 10% και εφόσον πουλήσει ίσο αριθμό ζευγαριών, θα κερδίσει 44 εκατομμύρια σαν αποτέλεσμα της αύξησης της εκμετάλλευσης των εργατών και μόνο. Σε αυτήν την περίπτωση η συμμετοχή του μισθού εργασίας στο κόστος παραγωγής θα μειωθεί από το 16,6%, που ήταν αρχικά, στο 15,2%.

Ας σταματήσουν λοιπόν οι απολογητές του καπιταλισμού, να παραποιούν με αλχημείες και άλλα κόλπα το πραγματικό κόστος των προϊόντων και να ρίχνουν αποκλειστικά τις ευθύνες στην εργατική τάξη για τα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής.

Ασφαλώς για τους κεφαλαιοκράτες δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενική ανάλυση των οικονομικών διαδικασιών και γεγονότων, προκειμένου να προστατεύσουν τα ιδιοτελή ταξικά τους συμφέροντα.

"Δεν πρόκειται τώρα πια, γράφει ο Κ. Μαρξ, για το αν είναι αληθινό αυτό ή εκείνο το θεώρημα, μα για το αν είναι ωφέλιμο ή επιζήμιο για το κεφάλαιο, αν ταιριάζει ή όχι στο κεφάλαιο, αν έρχεται σε σύγκρουση ή όχι με τις αστυνομικές διατάξεις. Τη θέση της ανιδιοτελούς έρευνας την πήραν οι πληρωμένοι διαπληκτισμοί των καλαμαράδων, τη θέση της αμερόληπτης επιστημονικής έρευνας την πήρε η κακή συνείδηση και η άσχημη πρόθεση της απολογητικής". (Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο", τ. 1, σ. 21).

ΚΥΡΙΤΣΗΣ Νίκος

ΠΟΛΥΜΕΡΙΔΗΣ Γιώργος


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ