Ακολουθήσαμε μαγεμένοι τις βιωματικές ιστορίες του συγγραφέα - αφηγητή, που συνεχώς μας ξάφνιαζε με τις λέξεις, τις καλοδιαλεγμένες λέξεις που έμοιαζαν με πολύτιμα πετράδια αμύθητης αξίας, και που κάποιες στιγμές μας θύμιζαν Προυστ. Εναν σύγχρονο Προυστ θα λέγαμε και τολμούμε να πούμε: έναν Προυστ πιο ουσιαστικό, πιο αληθινό, περισσότερο ανθρώπινο και συναισθηματικό. Διότι ο Pierre Michon γράφει για τους ταπεινούς, για εκείνους τους ασήμαντους ανθρώπους που δεν εκπλήρωσαν τα όνειρά τους, που δεν κατόρθωσαν ποτέ να ορθώσουν το ανάστημά τους όσο ήταν ζωντανοί, αντικειμενικά ήταν μηδαμινοί, αλλά καθώς βάδιζαν προς το θάνατο γίνονταν σημαντικοί. Ενα παράξενο φωτοστέφανο πλαισίωνε την κεφαλή τους και τους έκανε να μοιάζουν με ετοιμοθάνατους αγίους. Ενα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια αυτού του βιβλίου είναι ο «βίος του γέροντα Φουκώ», τον οποίον ο συγγραφέας γνώρισε μέσα στο επαρχιακό νοσοκομείο στο οποίο νοσηλευόταν και του κίνησε την περιέργεια το γεγονός ότι ο ήσυχος γεροντάκος αρνιόταν ευγενικά αλλά και πεισματικά τη μεταφορά του σε μεγάλο νοσοκομείο του Παρισιού, όπου υπήρχαν τα μέσα για να γίνει καλά ή έστω για να παραταθεί αρκετό καιρό η ζωή του. Και όταν μια μέρα εισέβαλαν μέσα στην αίθουσα οι «ιεροεξεταστές» του, οι γιατροί οι οποίοι βασάνιζαν τον γέροντα Φουκώ να «ομολογήσει» και να «αλλαξοπιστήσει», να δεχτεί δηλαδή να μεταφερθεί στο Παρίσι, εκείνος περισσότερο από συμπάθεια προς τον «Μέγα Ιεροεξεταστή» και λιγότερο από φόβο τόλμησε να αποκαλύψει το μεγάλο του μυστικό, που τον κρατούσε εκεί στην Επαρχία και προτιμούσε να καρτερεί με υπομονή και γενναιότητα το θάνατο. «Είμαι αγράμματος», είπε.
Και ο συγγραφέας παραδέχεται ότι ο Φουκώ ήταν περισσότερο συγγραφέας από κείνον, προτιμούσε το θάνατο από την απουσία του γράμματος. Και τελειώνει την υπέροχη αυτή ιστορία, έτσι.
«Η παραζάλη του δε θα έχει μειωθεί. Θα πεθάνει με τα πρώτα χιόνια, το τελευταίο του βλέμμα θα είναι μια επίκληση προς τους μεγάλους κατάλευκους αγγέλους της αυλής, θα τραβήξουν το σεντόνι πάνω στο πρόσωπό του, εξίσου έκπληκτο για τη μηδαμινότητα του θανάτου όσο έκπληκτο ήταν για τη μηδαμινότητα της ζωής. Αυτό το στόμα που το είχε ανοίξει τόσο λίγο, θα κλείσει για πάντα και αυτό το χέρι που δε χάραξε ποτέ ούτε ένα γράμμα θα μείνει πάντα ακίνητο, άεργο, έχοντας κλείσει μέσα του αυτό το τίποτα της αργής μεταμόρφωσης μέσα στην οποία έχει σήμερα χαθεί...».
Οποιος επιθυμεί να διαβάσει ένα πραγματικό αριστούργημα ας μη διστάσει να διαβάσει τούτο το εκπληκτικό βιβλίο. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η μετάφραση της Κατερίνας Κολλέτ υπηρέτησε πιστά και με εξαιρετική ακρίβεια αυτό τόσο δύσκολο κείμενο.