Θα ξεκινήσω με μία γενική παρατήρηση για τα κείμενα των Θέσεων για το Συνέδριο. Αδικαιολόγητα μεγάλα και ελάχιστα ελκυστικά στον τρόπο παρουσίασης και τεκμηρίωσης (είναι και άποψη επιρροών).
Κάποιες σκέψεις στις Θέσεις στο πρώτο κείμενο Θ.8.: «Το κύρος, η επιρροή του Κόμματος ως πρωτοπόρας και συνεπούς δύναμης... είναι αυξημένο».
Ας δούμε όμως σ., το κύρος του Κόμματος είναι πραγματικά αυξημένο στις πλατιές λαϊκές μάζες; Η εκτίμησή μου είναι ότι όχι μόνο δεν είναι αυξημένο αλλά δυστυχώς είναι πολύ πιο χαμηλά από αυτό που θα έπρεπε να είναι, αλλά και από αυτό που θα μπορούσαμε να είχαμε κατακτήσει. Και τούτο δεν συμβαίνει τυχαία ή επειδή δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Γι' αυτό σ. φταίμε εμείς και κατά κύριο λόγο η ηγεσία του Κόμματος. Δεν φταίει το κίνημα και ο λαός που τάχα μου δεν καταλαβαίνει ή αδυνατεί να αντιληφθεί τη δράση και τις θέσεις του Κόμματός μας. Ούτε γιατί, όπως λένε οι Θέσεις, κυριαρχεί στον κόσμο η λογική της μοιρολατρίας, του φόβου και της μικρής συμμετοχής στο κίνημα. Φταίνε τα λάθη τα δικά μας στη στρατηγική και την τακτική του Κόμματος σε σχέση με το λαό και το κίνημα. Για να γίνω πιο κατανοητός θα κάνω αναφορά σε ιστορικές περιόδους δράσης του Κόμματος που τηρουμένων των αναλογιών και των ιδιαιτεροτήτων ίσως βοηθήσει να βγάλουμε σωστότερα συμπεράσματα. Δεκαετία του '80 - '90, αντιπαλεύοντας ένα ισχυρότατο δικομματισμό και ένα ΠΑΣΟΚ που σάρωνε τα πάντα. Το Κόμμα μας σ. όχι μόνο λύγισε αλλά με την πολιτική τακτική του, και το κύρος του και η επιρροή του αυξήθηκαν εντυπωσιακά. Θα πει κάποιος πως τότε υπήρχε το σοσιαλιστικό στρατόπεδο που ασκούσε αίγλη και γοητεία. Ναι, σύντροφοι, ήταν και αυτό, αλλά σίγουρα δεν ήταν μόνο αυτό και δεν ήταν το καθοριστικό.
Την επόμενη δεκαετία '90 - '00 το κόμμα μας μόλις είχε βγει κυριολεκτικά τσακισμένο από τη μεγαλύτερη διάσπαση που πέρασε ποτέ και με το τεράστιο βάρος της ανατροπής του σοσιαλιστικού στρατοπέδου στην πλάτη του. Ομως, με συνεχή αταλάντευτο στοχοπροσηλωμένο αγώνα στο πλευρό του λαού και του κινήματος με πυξίδα την κοσμοθεωρία μας κατόρθωσε να γίνει σε μεγάλο βαθμό (παρά τα μικρά εκλογικά ποσοστά του στην αρχή) η δύναμη εκείνη που έπαιξε πραγματικά ένα ρόλο αξιοζήλευτο στο κίνημα κερδίζοντας με το σπαθί του κύρος και σεβασμό από το λαό, παρά το λυσσαλέο πόλεμο που δεχόταν από τους πολιτικούς αντιπάλους και τα αφεντικά τους.
Δεκαετία '10 - '20 που το Κόμμα, έχοντας μεγαλύτερη εμπειρία, μεγαλύτερη δύναμη και δρώντας σε συνθήκες πρωτοφανούς καπιταλιστικής κρίσης, που μας «διευκόλυνε» και ιδεολογικά και πολιτικά, ερχόμαστε στο τέλος της δεκαετίας και βλέπουμε τα αποτελέσματα που είναι σε όλους γνωστά.
Αν κάποιος λοιπόν σύντροφος κάνει σύγκριση των 3 δεκαετιών με όλους τους αντικειμενικούς και υπαρκτούς δείκτες που γνωρίζουμε και τηρουμένων των αναλογιών, μπορεί εύκολα νομίζω να συμφωνήσει με την αρχική μου εκτίμηση.
Με βάση τα παραπάνω, νομίζω είναι προφανές ότι με τη λογική αυτή για την ανάδειξη στελεχών είναι πιο πιθανή η εξέλιξή τους σε στελέχη γραφείων και όχι σε στελέχη πρωτοπόρους αγωνιστές στους λαϊκούς αγώνες.
Να σημειώσω σ. πως το πρόβλημα της ανάδειξης των στελεχών έχει διπλή ανάγνωση. Δηλαδή δεν αφορά μόνο τη δουλειά των στελεχών εκτός Κόμματος, στο κίνημα δηλαδή, αλλά και τη δουλειά μέσα στο Κόμμα που είναι εξίσου σοβαρή και πιο «επικίνδυνη», αν μου επιτρέπεται ο όρος. Ενα στέλεχος με τις αδυναμίες που προαναφέραμε, που αδυνατεί να παίξει το ρόλο του ηγέτη στο χώρο του, αλήθεια πώς μπορεί να γίνει ηγέτης στο Κόμμα; Ποια εμπειρία θα μεταφέρει στην ΚΟΒ; Πώς θα βοηθήσει την ΚΟΒ να εμβαθύνει και να αναπτύξει προβληματισμούς για τα προβλήματα που απασχολούν το χώρο δράσης της;
Μετά από αυτήν την εκτίμηση οι Θέσεις επισημαίνουν:
Στη Θ.28: «Το Κόμμα μας έχει προχωρήσει σε θεωρητικές - ιδεολογικές επεξεργασίες που δεν έχουν αφομοιωθεί από τα μέλη, ακόμα και από πολλά στελέχη...». Και παρακάτω: «Σε πολλά ζητήματα διατηρούμε ωραιοποιημένη αντίληψη η οποία συνυπάρχει με την άγνοια ή τη σύγχυση για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση κατά τον 20ό αιώνα».
Και Θ.29: «Υπάρχουν φαινόμενα μηχανιστικής και ανεπεξέργαστης γραμμής συσπείρωσης και εξειδίκευσης της στρατηγικής μας στις συνθήκες κάθε συγκεκριμένου χώρου».
Μελετώντας κάποιος τις θέσεις αυτές φαίνεται ξεκάθαρα ότι υπάρχει σύγχυση.
Γιατί δεν μπορεί από τη μία να έχουμε κατακτήσει τέτοιου επιπέδου ιδεολογικοπολιτική ενότητα και την ίδια στιγμή να έχουμε ελλείψεις και συγχύσεις τέτοιες και τόσες όπως οι ίδιες οι Θέσεις υποστηρίζουν.
Η ιδεολογικοπολιτική ενότητα στο Κόμμα είναι ένας σοβαρός πολιτικός στόχος του Κόμματος που προϋποθέτει βαθιά γνώση της κοσμοθεωρίας μας και των επιστημονικά προσδιορισμένων νόμων εξέλιξης της κοινωνίας. Σε καμία περίπτωση δεν έχει να κάνει με διοικητικά μέτρα π.χ. καταστατικό κ.λπ.