Πέμπτη 5 Ιούνη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Μητσοτάκης - Μάνος - Σημίτης - Χριστοδουλάκης

Η Ιστορία επαναλαμβάνεται είτε ως φάρσα είτε ως τραγωδία, έλεγε ο Μαρξ.

Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1993, με κυβέρνηση της ΝΔ και υπουργό Εθνικής Οικονομίας τον νεοφιλελεύθερο, πρώην επιχειρηματία Στ. Μάνο. Ολο το προηγούμενο διάστημα η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε ακολουθήσει μία σκληρή δημοσιονομική και εισοδηματική πολιτική, στο όνομα της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της μείωσης του πληθωρισμού, η οποία είχε οδηγήσει σε μείωση των πραγματικών μισθών των εργαζομένων. Ορόσημο της πολιτικής λιτότητας ήταν οι περίφημες δηλώσεις του ίδιου του πρωθυπουργού το 1992 ότι: Μηδέν συν μηδέν ίσον δεκατέσσερα! Ηταν η χρονιά ακριβώς που η κυβέρνηση της ΝΔ είχε ανακοινώσει μηδενικές αυξήσεις σε μισθούς-συντάξεις. Στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων, η τότε κυβέρνηση επιχειρούσε να ξεπουλήσει τον ΟΤΕ με αποικιοκρατικούς όρους σε ιαπωνικά συμφέροντα, προσφέροντάς τους το 35% των μετοχών του Οργανισμού μαζί με την παραχώρηση της διοίκησης.

Λόγω ακριβώς των ακολουθούμενων σκληρών πολιτικών λιτότητας, η δυσαρέσκεια των λαϊκών στρωμάτων ήταν έκδηλη, κάτι που άρχισαν να το συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο οι βουλευτές και οι υπουργοί της ΝΔ, όσο πλησίαζε ο χρόνος των εκλογών, οι οποίες κανονικά έπρεπε να γίνουν την άνοιξη του 1994. Στο γραφείο του Κ. Μητσοτάκη κατέφθαναν συνέχεια σημειώματα κομματικών και κυβερνητικών στελεχών, τα οποία, στο όνομα της εκλογικής επιβίωσης, ζητούσαν χαλάρωση της οικονομικής πολιτικής, να ανοίξουν οι πόρτες στο δημόσιο για να ικανοποιήσουν την εκλογική τους πελατεία, εξαγγελίες για αγρότες, μικρομεσαίους κλπ. Αυτός που δεν ήθελε να ακούσει λέξη για χαλάρωση της οικονομικής πολιτικής ήταν ο Στ. Μάνος και γι' αυτό το λόγο είχε γίνει το κόκκινο πανί και εισέπραττε όλο το μένος κυβέρνησης και κόμματος. Το πιο συνηθισμένο πράγμα αυτή την εποχή, εποχή αποσύνθεσης για την κυβέρνηση της ΝΔ, ήταν να ακούς υπουργό της ΝΔ να βρίζει με κάθε άλλο παρά κομψό τρόπο τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας. Ακόμα και ο στενός του συνεργάτης και υφιστάμενός του υφυπουργός Οικονομικών για θέματα Προϋπολογισμού, Ν. Γιατράκος (επί της ουσίας δε διαφωνούσε με την πολιτική του προϊσταμένου του υπουργού, αλλά στη δοσμένη στιγμή πρόβαλλε ως ελιγμό παραπλάνησης άλλη τακτική), όποιο δημοσιογράφο συναντούσε, δεν έχανε την ευκαιρία να κατηγορεί με υβριστικούς χαρακτηρισμούς τον προϊστάμενό του ως υπεύθυνο για τη διαφαινόμενη ήττα της παράταξης... Παρ' όλα αυτά ο Στ. Μάνος παρέμεινε υπουργός Εθνικής Οικονομίας χάρη στην προσωπική στήριξη του Κ. Μητσοτάκη.

Τον Οκτώβρη του 1993 η ΝΔ έχασε τις εκλογές και αναδείχτηκε στην κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ.

Δέκα χρόνια μετά, το σκηνικό φαίνεται να επαναλαμβάνεται. Η κυβέρνηση των «εκσυγχρονιστών» εισπράττει τη λαϊκή δυσαρέσκεια καθώς η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική έχει οδηγήσει σε έκρηξη της ακρίβειας, σε μείωση των λαϊκών εισοδημάτων, η ανεργία αυξάνεται, επιχειρήσεις κλείνουν, η αγορά, κατά την καθομιλουμένη, δεν κινείται από την έλλειψη χρημάτων, η τραπεζική τοκογλυφία οργιάζει, ενώ η χρηματιστηριακή κομπίνα του 1999 έχει βρεθεί και πάλι στην επικαιρότητα, με καταγγελίες για εμπλοκή γνωστών κυβερνητικών στελεχών και επιχειρηματιών σε ύποπτα χρηματιστηριακά παιγνίδια. Οπως έχει γραφτεί και στον Τύπο, η κυβέρνηση Σημίτη έχει χωριστεί στα δύο. Από τη μια πλευρά υπουργοί και κομματικοί παράγοντες που ζητάνε χαλάρωση της οικονομικής πολιτικής (όχι ότι αυτοί διαφωνούν με την κυβερνητική πολιτική, έχουν αναλάβει την προς τα έξω μαρτυρία περί ύπαρξης και «καλού ΠΑΣΟΚ»), άνοιγμα στους μικρομεσαίους και στους αγρότες, όπου όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ΠΑΣΟΚ «πονάει» εκλογικά, και από την άλλη ο υπουργός Οικονομίας, Ν. Χριστοδουλάκης, μόνος εναντίον όλων, θεματοφύλακας των πολιτικών λιτότητας που καθαγιάζονται κάθε μήνα στα συμβούλια υπουργών Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σύμφωνα μάλιστα με δημοσιεύματα που στηρίζονται σε πηγές του Μεγάρου Μαξίμου, οι σχέσεις του Χριστοδουλάκη με άλλους υπουργούς όλο και χειροτερεύουν... Είναι τέτοια η πίεση που δέχεται ο υπουργός Οικονομίας για προσαρμογή της οικονομικής πολιτικής στις τρέχουσες προεκλογικές ανάγκες, ώστε την προηγούμενη βδομάδα βγήκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός να τον στηρίξει. Αν τώρα στη θέση του Σημίτη βάλουμε τον Μητσοτάκη και στη θέση του Χριστοδουλάκη τον Μάνο, διαπιστώνουμε καταπληκτικές ομοιότητες.

Συμπέρασμα: Στην αρχή της εκλογικής της θητείας κάθε κυβέρνηση πέφτει με ορμή στην προώθηση του ...κυβερνητικού έργου, της εφαρμογής δηλαδή των αντιλαϊκών πολιτικών. Την περίοδο αυτή το μέτωπο είναι αρραγές και όλοι οι παράγοντες, από τον πρωθυπουργό μέχρι και τον τελευταίο υφυπουργό, βγαίνουν με παρρησία να υπερασπιστούν τις πολιτικές τους επιλογές. Τα πράγματα δυσκολεύουν όσο πλησιάζουν οι εκλογές, όταν οι θύτες διαπιστώνουν ότι τα θύματά τους έχουν εξοργιστεί με τον καθημερινό βασανισμό στον οποίο τους έχουν υποβάλει όλα αυτά τα χρόνια, όταν οι θύτες αποφάσιζαν να μειώσουν τους μισθούς, να ιδιωτικοποιήσουν δημόσιες επιχειρήσεις και κοινωνικές υπηρεσίες, να μην κάνουν το παραμικρό για οξυμένα κοινωνικά προβλήματα, όπως το συγκοινωνιακό, το νέφος, η ακρίβεια. Τότε ψάχνουν τεχνάσματα εξαπάτησης των θυμάτων τους για να τους υφαρπάσουν και πάλι την ψήφο. Βεβαίως οι διαφωνίες πάντα είναι σε επίπεδο τακτικής της στιγμής, αφού γενικά όλοι συμφωνούν στην αντιλαϊκή πολιτική. Ομως, ο εκάστοτε πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομίας, που έχουν την πρώτη ευθύνη για την οικονομική πολιτική, εμφανίζονται ως οι «σκληροί» της υπόθεσης στη με συνέπεια εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής, αφού οι άλλοι υποτίθεται ζητούν τη χαλάρωσή της, αλλά όλοι μαζί - με τον ένα ή τον άλλο τρόπο - εκφράζουν προπαγανδιστικά διάφορες υποτίθεται «κοινωνικές ευαισθησίες», προκειμένου να συνεχίζεται ο εγκλωβισμός του λαού στα κόμματα της πλουτοκρατίας.


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ