Στη Χίο, λοιπόν, σε κάποιο από τα γραφικά δρομάκια της, εκεί που ο συμπαθής χειριστής του αγαπημένου παραδοσιακού οργάνου γύριζε σκυφτός το λεβιέ της λατέρνας του, για να διασκεδάζει τους περαστικούς, και εκείνοι να του ρίχνουν στο τασάκι κανένα ευρωνόμισμα, εικοσαράκι ή και δεκαράκι (δηλαδή, 34 ελληνικές δραχμούλες), για να βγάζει κι αυτός τον «άρτον τον επιούσιον», να 'σου πάνω απ' το κεφάλι του, βλοσυροί και ανέκφραστοι, οι «Ράμπο» του ΣΔΟΕ.
- «Τι κάνεις εδώ;».
- «Οπως βλέπετε, διασκεδάζω τον κόσμο, με τα τραγουδάκια της λατέρνας μου».
- «Κόβεις αποδείξεις, για τα χρήματα που εισπράττεις;».
- «Τι αποδείξεις να κόψω, βρε παιδιά; Για το εικοσαράκι ή για τα δέκα λεφτά, που θα μου ρίξει στο τασάκι η γυναικούλα ή ο ξένος περαστικός τουρίστας, θα διακόψω το τραγούδι και θα τους πω, "μια στιγμή, να σας κόψω και μια απόδειξη για τα χρήματα που μου δώσατε, για να μην κλέψουμε και το καημένο το κράτος;"». Προσπάθησε να χαμογελάσει, με το αστείον του πράγματος, αλλά ο ...κέρβερος των οικονομικών του κράτους τον κάρφωσε με το αυστηρό του βλέμμα.
- «Πρέπει να προμηθευτείτε ταμειακή μηχανή, κύριε! Να καταγράφετε όλες τις εισπράξεις και να καταβάλλετε τον οφειλόμενο φόρο στο κράτος».
- «Να σε ρωτήσω...», του είπε τότε στα σοβαρά και ο ανθρωπάκος, που, στο μεταξύ, του είχαν ανάψει τα λαμπάκια: - «Μήπως ξέρεις, ο Λάτσης κόβει αποδείξεις; Ο Βαρδινογιάννης; Ο Κόκκαλης;».
«Μα την Παναγία...», έλεγε την άλλη μέρα στους δημοσιογράφους, «θα σηκωθώ θα φύγω. Θα πάω απέναντι στην Τουρκία. Εκεί δε ζητάνε ταμειακές μηχανές και ΦΠΑ για τις λατέρνες...».
Το έχουμε πει, και θα το ξαναπούμε. Γιούχα και φτύσιμο στους αγρότες και τους πολιτικούς απατεώνες, που η κακή μας μοίρα τούς έφερε «στο τιμόνι του έθνους» και στο σβέρκο μας. Και, όσο μπορούμε πιο γρήγορα, ας προσπαθήσουμε να τους στείλουμε στα σπίτια τους, για να απαλλαγούμε από την τυραννία τους.