Πέμπτη 8 Ιούνη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 57
ΑΠΟ ΜΕΡΑ ΣΕ ΜΕΡΑ
Ανταρτομανάδες εξόριστες

Η ανταρτομάνα Μπλαζάκαινα: «Δε δουλώνω!... Δεν απογράφω!...»
Η ανταρτομάνα Μπλαζάκαινα: «Δε δουλώνω!... Δεν απογράφω!...»
Μύρα και χοές στην ιερή μνήμη τους!

Ονους μου τρέχει στα στρατόπεδα της αμερικανοκρατίας: Χίο, Τρίκκερι, Μακρονήσι και πάλι Τρίκκερι (1948-1952). Σε κάποιες σεπτές και αθάνατες μορφές, που σήκωναν στους ώμους τους με περηφάνια τον τίτλο: «ανταρτομανάδες!». Κι αντιπροσώπευαν όλη την Ελλάδα, επάξια, στεριάς και του πελάγου! Αγρότισσες, στην πλειοψηφία τους. Μορφές σκαμμένες από το μόχθο και τα δρολάπια της αγροτιάς.

Κάρφος στο μάτι της διοίκησης, π' αγωνιζόταν με κάθε τρόπο να τους αρπάξει τη δήλωση μετανοίας. Την αποκήρυξη του «ληστοσυμμορίτη» γιου... Χωρίς να τα καταφέρνει! Απροσκύνητες μέναν οι ανταρτομάνες!

Στο κάτεργο που οι δήμιοι της Μακρόνησος και «βιαστές της συνείδησης» «σταύρωσαν τη Δημοκρατία», εκεί κι η Κρητικιά ανταρτομάνα Μπλαζάκαινα λάξεψε κείνην την άγρια νύχτα του Γενάρη του 1950 - ημερόνυχτο του βασανισμού των εξόριστων γυναικών - το νικητήριο ψήφισμά της, στη λευτεριά και τη Δημοκρατία: «Δε δουλώνω!.. Δεν απογράφω!..». «Ντα, τσε Τούρκους δεν εδούλωσα, σε σας θα δουλώσω;».

Την είχαν αρπάξει από τη σκηνή της, ανάμεσα από τις άλλες σαράντα βασανιζόμενες συνεξόριστές της, δυο θεριακωμένοι αλφαμίτες από τα δυο μπράτσα της και τη σέρνανε τρέχοντας προς το Α2 να υπογράψει δήλωση μετάνοιας και την αποκήρυξη του «ληστοσυμμορίτη» γιου. Μα, η Κρητικιά τουρκομάχα ανταρτομάνα Μπλαζάκαινα (μάνα του αντάρτη Γιώργη Μπλαζάκη, που 'μενε 30 χρόνια απροσκύνητος πάνω στα κρητικά βουνά, μ' έναν άλλο σύντροφό του και κατεβήκανε, σαν τους δόθηκε αμνηστία από την κυβέρνηση της μεταπολίτευσης) έδειξε κι η μάνα, την κρίσιμη στιγμή, πως είναι πλασμένη από το ίδιο μέταλλο με τον απροσκύνητο γιο της! Μπήγει τα πόδια της στο παγωμένο χοντροχάλικο του κολαστηρίου, τινάζει τα μπράτσα της με δύναμη τιτανική, λευτερώνεται από τις σιδερένιες αρπάγες του δημίου της. Ορθώνει το ανάστημά της ίσαμε κει απάνω και λαξεύει το ψήφισμά της στη λευτεριά και τη Δημοκρατία.

Είναι, βέβαια, δύσκολο ν' αποδοθεί στον περιορισμένο χωροχρόνο το δραματικό μεγαλείο των ανταρτομανάδων, που με διακατέχει αμείωτο πάνω από μισόν αιώνα... Με δυο με τρεις λεβέντες της νεκρούς η καθεμιά και μένουν με την ψυχή στητή κι ολόρθη, όπως την απαιτεί ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, στην «Ελληνίδα μητέρα». Αυτές οι καημένες έξω από δυο τρία τετράστιχα του Εθνικού Υμνου, δεν ήξεραν τίποτ' άλλο, από την ποίηση του Σολωμού. Μόνο, να, «είχαν μεθύσει κι αυτές από τ' αθάνατο κρασί του '21», που συνιστούσε ο Παλαμάς και τους είχαν μεταδώσει εμπνευσμένα οι αγωνιστές γιοι τους, καθώς τις μυούσαν στα ιδανικά του ΚΚΕ - ΕΑΜ.Στο δίκιο της λευτεριάς και της επανάστασης! Στην προσμονή της «άσπρης μέρας», τη λαοκρατία!

Κι είχανε δώσει φτερά στην τυραγνισμένη ψυχή τους. Σ' όλες! Αμέτρητες, βέβαια! Εμείς αναφερόμαστε ενδεικτικά σε λιγοστές απ' όσες έτυχε να γνωρίσουμε και να δεθούμε ψυχικά μαζί τους κείνα τα «πέτρινα» χρόνια. Οπως η θεία - παπαδιά Δάλλα από τη Λάρισα, πάντα ατσαλάκωτη, νοικοκυρεμένη και σιωπηλή με κρυφό και εφτασφράγιστον τον καημό της. Καθώς την είχανε διδάξει τα παλικάρια της, κινώντας με την αδελφή τους τη Νίκη, για το ΔΣΕ.

Το Σουφλέλι - Σοφία Αγρίτη από την Αγιάσο Μυτιλήνης. Τρεις οι νεκροί λεβέντες της, αγωνιστές του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ. Λιγνή, στεγνωμένη από τον υποσιτισμό, την κακοπάθεια και τη σκληρή ζωή της αγρότισσας. Μορφή ασκητική, τυραγνισμένη. Μα, μέσα στα έξυπνα ματάκια της έκαιγε φωτιά ζωοδότρα! Τα παλικάρια την ανάψαν αυτή τη φωτιά: Ο Αντώνης, ο Βασίλης, ο Γιώργης. Αμετάθετη από τη θέση της στο Μακρονήσι. Κι όταν η Διοίκηση του στρατοπέδου, βεβαιωμένη για το χαλασμό των ηρώων της, την απόλυσε ως άχρηστη μαζί με τις άλλες ομοιοπαθείς της, κι έφτασε στην Αγιάσο, έτσι τους θρήνησε:

«"Ο κούκος φέτο δε λαλεί ούτε και θα λαλήσει

παρά η τρυγόνα η χλιβερή το λέει το μοιρολόι.

Φέτο μας ήρθε αραπιά και κόβει και σκλαβώνει.

Εσκλάβωσε μικρά παιδιά, γυναίκες με τους άντρες

κι εσκότωσε λεβεντουργιά και καπεταναρέους».

Η Κυριακή Τζαγκαράκη από την Κρήτη. Στα Λευκά Ορη σκοτώθηκε ο λεβέντης της Δημήτρης. Μαζί με τη Βαγγέλα Κλάδου κι αποκεφαλίστηκαν. Κι η μάνα στέριωσε δικό της τραγούδι να τον θρηνήσει: «... Ψηλά 'χω το κεφάλι μου για σένανε παιδί μου/ πως τιμημένος έπεσες σε λευτεριάς αγώνα!».

Η Μαρία Πολυκράτη, η μάνα του ήρωα της Χαλανδρίτσας, Νικήτα. Στο Μακρονήσι τη γνωρίσανε κάτι Πατρινοί αλφαμίτες και τη χτυπήσανε πολύ άσχημα. Σε λίγο καταφθάνουν κοντά της τρεις νεαροί αξιωματικοί. «Είσαι η μητέρα του Νικήτα; Εμείς είμαστε φίλοι του κι ό,τι θέλεις να μας το λες να σ' εξυπηρετούμε».

«Από τέτοιους φίλους δε δέχομαι προστασία», απάντησε περήφανα και κίνησε να φύγει για τη σκηνή της η μάνα του Νικήτα.

Η Ελένη Ντόβα, η μάνα του Μένιου, πρωτοπόρου αγωνιστή της Αντίστασης και του ΔΣΕ στο Ν. Πήλιο.

Η Γιαννούλα Σακελλίων από τον Πλάτανο Μαγνησίας. Στάθηκε μάνα οδηγήτρα, μάνα δρυς! Κάτω από τους κλώνους της, αντρωθήκαν τα παιδιά της και τα εγγόνια της και πήρανε τ' άρματά τους, έξι αγωνιστές. Τη Δημητρούλα της θρηνούσε. Για να σιγουρέψει τον ασύρματό της, καθυστέρησε κι έπεσε στα χέρια τους ζωντανή. Τη συλλάβανε, πέρασε στρατοδικείο, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στο Μεζούρλο.

Κι η μάνα της την τραγούδησε με το δημοτικό τραγούδι:

«Εγώ για το χατίρι σου, τρεις βάρδιες είχα βάλει.

Είχα τον ήλιο στα βουνά και τον αϊτό στα δάση

και το βοριά το δροσερό τον είχα στα καράβια.

Μα ο ήλιος εβασίλεψε κι αϊτός αποκοιμήθη.

Και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.

Κι έτσι του δόθηκε καιρός του χάρου και σε πήρε!..».

Η Μαργιώ Κουταντέλιαινα από την Αργαλαστή Βόλου. Στο βασανισμό του ελληνικού Νταχάου - Μακρονήσι - αποδείχτηκε ατρόμητη! Συγκλονισμένη από βούρδουλα που άργαζε τα νεανικά κορμιά των κοριτσιών, μάλωσε αυστηρά τους αλφαμίτες: «Πώς κάνουτ' έτσι μωρέ; Τι τις χτυπάτε τις αδελφές σας; Τι τις μισερεύετε; Σεις είσαστε χειρότεροι από τους Καλαμπαλίκηδες! Αυτές αύριο θα παιδώσουν ν' αβγατίσουνε την πατρίδα που τη ρημάξατε... Αμ, αν είχαταν φιλότιμο, θα 'σασταν κει που 'ναι τα παλικάρια, δε θα βαρήγαταν τις αδελφές σας!».

«Θα τη σκοτώσουνε, είπαμε με το νου μας...». Μα όχι. Σα ντροπιασμένοι της είπανε, μαλακωμένοι: «Αϊντε τώρα, πάμε να κάνεις μια δήλωση και να πας στο σπίτι σου».

«Δήλωση δεν κάνω! Το γαϊδούρι μου, μου τ' αρπάξατε. Τη γίδα μου την κλέψατε. Τα παιδιά μου τα κυνηγήσατε. Εμένα μ' εξορίσατε. Δήλωση δεν κάνω!».

Εκείνοι πεταχτήκανε για λίγο όξω από τη σκηνή. Βρήκε την ευκαιρία η θεία Μαργιώ κι έκρυψε κάτω από τη σουρωτή φούστα της τη φοιτήτρια πατριώτισσά της, Μίνα Δικήτου. Αυτό το πρωτότυπο και ανύποπτο κρησφύγετο ανακάλυψε η μητρική στοργή των ανταρτομανάδων μας, για να διαφυλάξει όσες μπορούσε νέες μας που κινδύνευαν.

Ευαγγελία Βασιλείου, από την Αθήνα: Ακούραστη, δραστήρια αλληλεγγύτισσα, φλογισμένη με τα ιδανικά του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, μάχονταν κι η Ευαγγελία τους φασίστες κατακτητές. Τρεις οι νεκροί αγωνιστές γιοι της. Ο Γιώργος σκοτώθηκε στο καράβι που μετάφερνε τραυματίες του αλβανικού στη Μέση Ανατολή, όταν το βομβάρδισαν οι Γερμανοί. Ο Θανάσης σκοτώθηκε στη μάχη στα Κούκουρα του Ελικώνα, ΕΛΑΣίτης, πολεμώντας το φασισμό. Το Μάρτη του '44.

Ο Βασίλης, ο αντάρτης του ΔΣΕ, βαριά τραυματισμένος νοσηλευόταν σ ' ένα νοσοκομείο κάπου στο Καρπενήσι. Το νοσοκομείο κυκλώθηκε από το στρατό. Ο Βασίλης πολέμησε γενναία και τραυματίστηκε θανάσιμα. Ενας στρατιώτης τον εκτέλεσε επί τόπου και καυχήθηκε πως σκότωσε τον Καπετάν Μπότσαρη! Η μάνα, η Σπαρτιάτισσα, ψύχραιμη και συγκρατημένη δίδασκε: Μια αγωνίστρια μάνα δεν πρέπει να παραδίνεται στον πόνο της, παρά να μένει αλύγιστη στο πόστο της και να μάχεται τον εχθρό! Αμετάθετη στο Μακρονήσι. Κι αυτή κι η κόρη της Μαρουσώ. Οταν γύρισε κάποτε στο σπίτι της, θλιβόταν γιατί δεν ήξερε πού ν αποθέσει τα δάκρυά της: στεριάς ή του πελάγου;

Να κλείσω με την Αγλαΐα Βενέτη, που χειρουργήθηκε στο υποτυπώδες «Νοσοκομείο» της Μακρόνησος.

Η Αγλαΐα χαροπάλευε. Σε κείνη τη στιγμή μπήκε ο Κάτσιας -χειρούργος - και της διάβασε αργά ένα γράμμα, προερχόμενο από τα παιδιά της διά μέσου Καναδά, αναγγέλλοντάς της πως όλοι τους είναι καλά και θα σμίξουνε γρήγορα.

Επιασε η μάνα μες στο χαροπάλεμά της το μήνυμα των παιδιών της. Συσπάστηκε. Αντριεύτηκε. Και σε μια ύστατη αναλαμπή, απάντησε αχνά με τούτο το κλέφτικο τραγούδι:

«Κάτου στον κάμπο τον πλατύ

κει πουν' οι κλέφτες οι πολλοί

όλοι ντυμένοι στο φλουρί

κάθονται και τρω...»...

...και πάνω στο τρω.. ξεψύχησε! Χιμήξανε αμέσως μέσα τα δυο χαροπούλια ο Μιλτιάδης και ο Γιώργος και την αρπάξανε! «Τα δαχτυλίδια της! Τα δαχτυλίδια της!», φώναξε η Ευαγγελία. «Ποια δαχτυλίδια; Βλέπεις τίποτα δαχτυλίδια;». Την αγριοκοιτάξανε και σηκώνοντας ψηλά το χέρι της νεκρής, έδειχναν κιόλας τα γυμνά δάχτυλά της. Σαν αστραπή, μπροστά στα μάτια πέντε γυναικών, την είχανε γδύσει! Εκεί στην «Αβυσσο, αριθμός Μηδέν»!

Υ.Γ.

Δεν πρέπει να παραλείψω την πιο τραγική μορφή ανταρτομάνα: Αυτήν, που τα παιδιά της, τα δυο αδέλφια μάχονταν από δυο αντίπαλα μέτωπα ο καθένας. Φοβούμενοι και την αλληλοεξόντωσή τους!

Μια τέτοια μάνα αναφέρει ο συγγραφέας Παπακωνσταντίνου ή Μπελάς στο βιβλίο του: «Η Νεκρή Μεραρχία». Τη ρώτησε: «Θεία Αγγέλω, ποιος θέλεις να νικήσει;». Κι εκείνη: «Αχ! παιδάκι μου, όποιος να νικήσει, εγώ θα κλάψω! Ο Κώστας μας, αξιωματικός της χωροφυλακής, ο Γιάννης μου, καπετάνιος του ΔΣΕ...».


Ναταλία ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ