Παρασκευή 15 Μάη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 40
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Παιδική εργασία

Η πόρτα έκλεισε πίσω του. Μέσα στο σκοτάδι, είδε δεκάδες ζευγάρια παιδικά μάτια να τον κοιτούν. Μάτια περίεργα, αλλά οικεία, μάτια παιδιών σαν κι αυτόν. Εφθασε στο μοναδικό άδειο κρεβάτι. Τουλάχιστον εδώ, στο ορφανοτροφείο, είχε κρεβάτι. Ενιωθε κατάκοπος από το ταξίδι. Ο Αμπούλ ξάπλωσε, νιώθοντας, για πρώτη φορά μετά από τόσον καιρό, μια πρωτόγνωρη αίσθηση ασφάλειας. Εκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να κοιμηθεί. Μάταια. Στο μυαλό του στριφογύριζαν όσα άκουγε από όλους αυτούς τους άγνωστους μεγάλους που γνώρισε στο ταξίδι. Δεν καταλάβαινε ακριβώς πού είχε βρεθεί και πού είχε γυρίσει τώρα. Ενιωσε, όμως, να τον λούζει κρύος ιδρώτας, αναλογιζόμενος τα λόγια τους. Τον γλιτώσανε, λέει, από κίνδυνο μεγάλο. Οι άγνωστοι άνθρωποι, που τον είχαν πάρει από εκείνο το μέρος, που θυμάται ότι έλεγε σπίτι, τον προόριζαν για μια πολύ επικίνδυνη δουλιά. Δεν τον γέμισε αυτό με αγωνία. Αλλωστε, πολλά παιδιά που γνώρισε πριν το ταξίδι, αλλά και κατά τη διάρκειά του, παιδιά στην ηλικία του, 5 - 6 χρόνων, δούλευαν.

Η εικόνα, όμως, του εαυτού του πάνω σε μια αφηνιασμένη καμήλα τον φόβισε πολύ. Γιατί αυτό, λέει, θα τον έβαζαν να κάνει. Να είναι αναβάτης σε κούρσες με καμήλες. Θυμάται ότι αυτός που φώναζε μπαμπά, σε μια γλώσσα που τώρα έχει σχεδόν ξεχάσει, του έλεγε πόσο άγριες γίνονται οι καμήλες. Για να τρέξουν, πρέπει να τις τρομάξεις, να τις αφηνιάσεις. Οι άνθρωποι που τον έφεραν στο ορφανοτροφείο έλεγαν ότι γι' αυτό επιλέγονται παιδιά - αναβάτες. Οσο περισσότερο φοβούνται αυτά, τόσο φοβίζουν την καμήλα που τρέχει ξέφρενα, ενώ οι εμίρηδες στοιχηματίζουν αμύθητα ποσά στα ζώα τους. Σημασία έχει ποια καμήλα θα φθάσει στο τέρμα. Οσο για τον αναβάτη; Οι άνθρωποι αυτοί έλεγαν ότι συνήθως δε φθάνει στο τέρμα, γιατί τον ποδοπατά το τρομαγμένο ζώο. Αν φθάσει, πληρώνεται με ένα πιάτο φαϊ για τη "δουλιά" του.

Ανοιξε τα μάτια. Κοίταξε μέσα στο σκοτάδι τα άλλα παιδιά και ένιωσε ανακούφιση. Οι κούρσες ήταν πολύ μακριά πια. Αναρωτιόταν τι θα γίνει το επόμενο πρωί. Του φάνηκε περίεργο, που δεν του είπαν τι δουλιά θα κάνει. Του φάνηκε ακόμη πιο περίεργο, που έλεγαν ότι "τα παιδιά δεν πρέπει να δουλεύουν". Μα, δεν πήγαιναν όλοι για κούρσα με αφηνιασμένες καμήλες. Τα άλλα παιδιά δούλευαν μαζί με μεγάλους και έφτιαχναν τεράστια χαλιά, κατέβαιναν κάτω από τη γη και έβγαζαν περίεργες πέτρες, έπαιρναν μεγάλα σφυριά και έσπαγαν βράχους, έσκαβαν στους αγρούς, καθάριζαν σπίτια όμορφα και μεγάλα, τα κορίτσια έκαναν παρέα σε κυρίους. Και αν δεν έκαναν αυτά, τι θα έκαναν δηλαδή;

Θυμήθηκε τον φίλο του τον Κόκαν. Αυτός έλεγε κάτι τέτοια ότι "τα παιδιά δεν πρέπει να δουλεύουν, αλλά να διαβάζουν, να παίζουν". Ο Κόκαν είναι στην Αθήνα, τώρα, μαζί με παιδιά από άλλες χώρες. Θα πάνε και αλλού, για να φθάσουν τελικά σε μια μεγάλη πόλη, που θα ζητήσουν από τους πολύ δυνατούς να τιμωρούν όσους βάζουν τα παιδιά να δουλεύουν. Μα, και αυτοί που βάζουν τα παιδιά να δουλεύουν δυνατοί δεν είναι; - αναρωτήθηκε ο Αμπούλ. Οσο υπάρχουν δυνατοί με όμορφα σπίτια και λεφτά και όσο υπάρχουν μπαμπάδες στην έρημο χωρίς σπίτι και ψωμί θα δουλεύουμε, σκέφτηκε και ένα δάκρυ γλίστρησε στο μάγουλό του, γιατί συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί, πια, να θυμηθεί καλά το πρόσωπο του πατέρα.

Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ