Μετά τον Πόλεμο του Κόλπου το 1991, την επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας το 1999, την επίθεση κατά του Αφγανιστάν το 2001, για μια ακόμη φορά κινητοποιείται η θηριώδης πολεμική μηχανή των ΗΠΑ προκειμένου να χτυπήσει το ήδη γονατισμένο από το δωδεκαετές εμπάργκο Ιράκ. Το «τέλος της Ιστορίας», που ευαγγελίζονταν οι ιδεολόγοι του συστήματος, όχι μόνο δεν ήρθε, αλλά μετά τις 11 Σεπτεμβρίου 2001 μπήκαμε σε μια νέα περίοδο βαρβαρότητας και άκρας επιθετικότητας της αυτοκρατορικής υπερδύναμης.
Οι ΗΠΑ επιθυμούν την επαναχάραξη των συνόρων στις κρίσιμες περιοχές του πλανήτη, προκειμένου να εδραιώσουν απόλυτα την κυριαρχία τους. Και ξεκινούν από αυτό το μέρος της υφηλίου που κάποτε ο πολύς Χ. Κίσινγκερ αποκάλεσε «το μεγαλύτερο γεωπολιτικό βραβείο», δηλαδή την περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Κυριαρχώντας στο Ιράκ, ουσιαστικά θέτουν υπό τον έλεγχό τους και τη Σαουδική Αραβία, όπου το διεφθαρμένο καθεστώς της δυναστείας των Σαούντ τρίζει επικίνδυνα. Να θυμίσουμε δε εδώ ότι οι δύο αυτές χώρες (Σαουδική Αραβία και Ιράκ) έχουν τα μεγαλύτερα κοιτάσματα πετρελαίου. Συγκεκριμένα, 261.750 εκατομμύρια βαρέλια η Σαουδική Αραβία και 112.500 εκατομμύρια βαρέλια το Ιράκ. Υπάρχουν δε μελέτες που προβλέπουν ότι η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου θα κορυφωθεί τη δεκαετία 2010 - 2020 με συνακόλουθη απότομη αύξηση της τιμής του. Συνεπώς είναι καθοριστικό για την παγκόσμια κυριαρχία το ποιος θα ελέγχει το ζωτικό χώρο της Μέσης Ανατολής.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, τι διακυβεύεται σ' αυτή τη σύγκρουση και γιατί κρίνουμε ότι η επιθετική πολιτική της υπερδύναμης θα οδηγηθεί στα άκρα. Πιστεύουμε δε ότι το Ιράκ είναι μόνο η αρχή. Θα ακολουθήσουν και άλλα χτυπήματα στον «άξονα του κακού», που περνά από το Ιράν και τη Β. Κορέα. Στόχος των ΗΠΑ είναι να εξουδετερώσουν κάθε μελλοντική αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους που μπορεί να προέλθει από ΕΕ, Ρωσία, Κίνα και Ιαπωνία. Μια νέα ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση (ανάλογη, αλλά πολύ μεγαλύτερη αυτής των αρχών του 20ού αιώνα) αρχίζει να αναδύεται με απρόβλεπτη κατάληξη και οπωσδήποτε δυσμενείς συνέπειες για τις δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις των λαών.
Η Ισλαμική Επανάσταση του 1979 ήταν βόμβα πολλών μεγατόνων στα γεωπολιτικά σχέδια των ΗΠΑ για το χώρο της Μ. Ανατολής και οδήγησε την Ουάσιγκτον στην αναθέρμανση των σχέσεών της με το Ιράκ, που είχαν διακοπεί το 1967 με αφορμή τον «πόλεμο των 6 ημερών». Το 1982 ο Ρίγκαν έβγαλε το Ιράκ από τη λίστα των χωρών που υποθάλπουν την «τρομοκρατία», ενθάρρυνε εμπορικές ανταλλαγές και το 1983 έστειλε αντιπρόσωπό του που συναντήθηκε με τον Σ. Χουσεΐν και τον Τ. Αζίζ (τότε υπουργό Εξωτερικών του Ιράκ) που επέδωσε προσωπική επιστολή του Ρίγκαν, όπου εκφραζόταν η επιθυμία των ΗΠΑ για ομαλοποίηση των σχέσεών τους με το Ιράκ.
Ο αντιπρόσωπος αυτός του Ρίγκαν ήταν ο Ντ. Ράμσφελντ, ο σημερινός υπουργός Αμυνας, που καθημερινά ωρύεται για τον «κίνδυνο» που διατρέχει η ανθρωπότητα από το οπλοστάσιο του Σαντάμ. Καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '80 αμερικανικές εταιρίες από το Maryland, καθώς και εταιρίες από τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία βοήθησαν το Σαντάμ στο πρόγραμμά του για την κατασκευή χημικών όπλων. Για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Φ. Ρούσβελτ (που την είπε αναφερόμενος στον Σομόζα) σε εκείνη τη φράση «ο Σαντάμ ήταν μεν γιος σκύλας, αλλά δικός μας γιος σκύλας».
Αμα, δε, πάμε ακόμα πιο πίσω χρονικά, θα δούμε ότι η εισβολή στο Κουβέιτ δε συγκρίνεται με τη βάρβαρη εισβολή του Ισραήλ στο Λίβανο (το καλοκαίρι του 1982), που ενθαρρύνθηκε από τις ΗΠΑ και άφησε πίσω της 20.000 θύματα. Το Ισραήλ όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε γι' αυτή την κατάφωρη παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας, αλλά αντίθετα επιβραβεύτηκε με αύξηση της οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας που παίρνει από τις ΗΠΑ. Οσον αφορά δε στον έλεγχο του οπλοστασίου χωρών, πρώτα δε θα έπρεπε να ξεκινήσει από τη χώρα - αστυνόμο της περιοχής, το Ισραήλ;
Το Ισραήλ ωστόσο, με τις πλάτες των ΗΠΑ, ουδέποτε δέχτηκε κάτι τέτοιο παρότι το πυρηνικό του οπλοστάσιο πιθανώς ξεπερνά αυτό της Βρετανίας. Σύμφωνα δε με πολλούς αναλυτές, αν κάποια χώρα έχει πιθανότητα να κάνει χρήση όπλων μαζικής καταστροφής, αυτή είναι το Ισραήλ που διακατέχεται από το «σύνδρομο του Σαμψών». Αλλωστε στις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν ξανά (όπως πρόσφατα) οι Σαουδάραβες κυκλοφόρησαν ένα σχέδιο για το Παλαιστινιακό που ανέτρεπε τα μεγαλοϊδεάτικα σχέδια των σοβινιστών του Ισραήλ, η κυβέρνηση Σαμίρ έστειλε βομβαρδιστικά πάνω από τις πετρελαιοπηγές της Σ. Αραβίας, εκβιάζοντας την κυβέρνηση Ρίγκαν να ευθυγραμμιστεί με τις επιλογές της. Συνεπώς, οι συνεχείς κραυγές αγωνίας των αξιωματούχων της κυβέρνησης Μπους για την «ασφάλεια» των «συμμάχων» τους είναι εξαιρετικά υποκριτικές.
Πρέπει να πούμε ένα αποφασιστικό «ΟΧΙ» στην επελαύνουσα νεοβαρβαρότητα των ΗΠΑ και των εγχώριων απολογητών τους. Μόνο ένα ισχυρό και δυναμικό λαϊκό κίνημα μπορεί να ανατρέψει τα εγκληματικά σχέδια των άρρωστων εγκεφάλων της Ουάσιγκτον και των απανταχού υπεργολάβων της.