Τρίτη 22 Φλεβάρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Συνδικαλισμός και πολιτική δραστηριότητα στις Ενοπλες Δυνάμεις

Τα αιτήματα που οι άλλοι εργαζόμενοι διεκπεραιώνουν μέσα από τις συνδικαλιστικές τους ενώσεις, τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΔ) τα υποβάλλουν με αναφορές τους ιεραρχικά. Αλλά μόνο μεμονωμένα ή παράτυπα, μέσω ισχυρών γνωριμιών με πολιτικούς.

Πριν από λίγες ημέρες, αξιωματικοί των ΕΔ (γιατί, άραγε, λείπουν οι υπαξιωματικοί;) προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη για ίδρυση σωματείου. Η είδηση παλαιότερα θα προξενούσε άμεσες αντιδράσεις, δηλώσεις και αστραπιαία αντιμετώπιση με εξαφάνιση της «εκκρεμότητας». Τα πράγματα και οι καιροί αλλάζουν και περιμένουμε να δούμε, πώς θα αντιμετωπιστεί από τη Δικαιοσύνη και τη διοίκηση το θέμα. Εν τω μεταξύ, ας ρίξουμε μια ματιά στη μεταπολεμική προϊστορία του συνδικαλισμού από την πλευρά του νομοθέτη.

Το «συνεταιρίζεσθαι» (δηλαδή ο συνδικαλισμός), η απεργία και η κομματική δραστηριότητα αντιμετωπίστηκαν θεσμικά σε όλα τα κείμενα των Συνταγμάτων τη μεταπολεμική περίοδο, ως δικαιώματα που περιορίζονται ή απαγορεύονται για τους στρατιωτικούς. Οι προβλέψεις των Συνταγμάτων, στη συνέχεια, καλύφθηκαν από νόμους.

Στο Σύνταγμα του 1952, άρθρο 11, «...το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι... εις τους δημοσίους υπαλλήλους δύναται διά νόμου να υποβληθεί εις ορισμένους περιορισμούς... η απεργία απαγορεύεται...».

Το ίδιο Σύνταγμα, με το άρθρο 71, προβλέπει πως στρατιωτικοί εν ενεργεία δε δύνανται να «...εκλεγώσιν βουλευταί ουδέ να ανακηρυχθώσιν υποψήφιοι εάν μη παραιτηθώσι προ της ανακηρύξεως των υποψηφίων(...)». Εκτοτε, όποιος ήθελε να φύγει από τις ΕΔ, φρόντιζε να βάλει υποψηφιότητα σε οποιοδήποτε κόμμα τον δεχόταν στα ψηφοδέλτιά του. Το μέτρο χρησιμοποιήθηκε μέχρι σήμερα από μεγάλο αριθμό στελεχών και στα τρία Οπλα.

Τα Συντάγματα του 1968 και του 1973 της δικτατορίας, με το άρθρο 29, διατηρούν την ίδια σχεδόν διατύπωση με του 1952 στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και απαγορεύουν την «(...)απεργία υφ' οιανδήποτε μορφήν(...)». Γίνονται όμως πιο σκληρά εφ' όσον η συμμετοχή των υπαλλήλων τούτων σε απεργία «(...)θεωρείται αυτοδικαίως ως δήλωσις παραιτήσεως (...)». Και στους μεν δημοσίους υπαλλήλους μπορεί να κινούνταν οι διαδικασίες για απόλυση. Οι στρατιωτικοί όμως δεν υπήρξε περίπτωση, τουλάχιστον γνωστή, όπου απήργησαν1, αλλά και ούτε μπορούσαν να παραιτηθούν. Ειδικά στη δικτατορία, όχι μόνον διότι δε γίνονταν εκλογές για να πάρουν μέρος και έτσι να απομακρυνθούν. Αλλά για όλη τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι πρόσφατα, ίσχυε η κήρυξη πολέμου κατά της Αλβανίας του 1940. Και έτσι κανείς στρατιωτικός δεν μπορούσε να παραιτηθεί, πριν λήξουν οι τυπικές δεσμεύσεις σε χρόνια υπηρεσίας.

Η δικτατορία φροντίζει και προβλέπει σε αρκετά σημεία των «Συνταγμάτων» της τα σχετικά με «(...)την προστασία του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος, τον ελληνικό και χριστιανικό πολιτισμό, τα εθνικά ιδεώδη, την εθνική ασφάλεια, την ασφάλεια του κράτους και των ΕΔ»2.

Ο συνδικαλισμός απαγορεύεται στους στρατιωτικούς και μεταδικτατορικά, όπως και «(...) οιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ πολιτικών κομμάτων... ως και ενεργός υπέρ κόμματος δράσις...»3. Η ίδια απαγόρευση ισχύει και για τους δικαστικούς, τους δημοσίους υπαλλήλους και τα όργανα των Σωμάτων Ασφαλείας.

Ο περιορισμός των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων των στρατιωτικών αποβλέπει στην ποδηγέτησή τους και την απομάκρυνσή τους από προβληματισμούς «επικίνδυνους» στην αποστολή τους. Υλοποιείται με τους νόμους που ερμηνεύουν το Σύνταγμα, με περιοριστική τάση. Ακολουθούν οι διάφορες εγκύκλιοι, οι εσωτερικοί κανονισμοί και οι διαταγές που εκδίδονται. Ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Ι. Κασιμάτης θεωρεί τους συγκεκριμένους περιορισμούς «...υπέρμετρους και ...ασυνήθιστους στη συνταγματική τάξη...». Σχολιάζοντας μάλιστα τις απαγορεύσεις αυτές, επισημαίνει πως «...από τα πέντε ευρωπαϊκά Συντάγματα (γερμανικό, γαλλικό, ιταλικό, τουρκικό και ελληνικό) που περιέχουν ρύθμιση πολιτικών κομμάτων, μόνον ένα (το ιταλικό) εκτός του ελληνικού δίνει τη δυνατότητα στον κοινό νομοθέτη να περιορίσει το δικαίωμα συμμετοχής σε κόμματα των ...εν ενεργεία μονίμων αξιωματικών..4.

Είναι εμφανής η αυστηρότητα, με την οποία ο Ι. Κασιμάτης κρίνει τις δύο απαγορεύσεις (εκδήλωση και δράση υπέρ κόμματος). Από το σχολιασμό του προκύπτει και ο σκοπός του συνταγματικού νομοθέτη. «(...)και οι δύο διατάξεις μαζί περιορίζουν και συρρικνώνουν υπέρμετρα τη λαϊκή βάση διαμόρφωσης της πολιτικής γνώμης, με το να αποκλείουν από το ζωτικότερο χώρο της πολιτικής ζωής το μεγάλο εκείνο τμήμα του κοινωνικού συνόλου με τον ψηλότερο - σε συνολική εκτίμηση - βαθμό παιδείας(...)». Και εάν ακόμα γίνει δεκτή η εκτίμηση αυτή περί μορφώσεως, δεν είναι απαραίτητο να δεχτούμε αυτό που υπονοεί το σχόλιο του Κασιμάτη (για τις αιτίες των συνταγματικών απαγορεύσεων). Οτι, δηλαδή, οι πιο μορφωμένοι (και δη οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι) είναι και πιο επικίνδυνοι ή και οι πιο απαραίτητοι (ανάλογα με την οπτική γωνία που ερμηνεύει κανείς την απαγόρευση) για το «σύστημα». Και γι' αυτό εξαιρούνται από πολιτική δραστηριότητα κλπ.

Οσον αφορά στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, μεταδικτατορικά, η απαγόρευση για τους στρατιωτικούς παρέχεται στο νομοθέτη. Το Σύνταγμα του 1975, με το άρθρο 12, παρ. 4, του δίνει την ισχύ, να το περιορίσει σε όλες τις κατηγορίες των δημοσίων λειτουργών (άρα και στους στρατιωτικούς πρώτα απ' όλους), που αναφέρονται και στο άρθρο 29, παρ. 3, για τα πολιτικά κόμματα.

Για να ολοκληρώσουμε την εικόνα με τα ισχύοντα από την έναρξη της νέας χιλιετίας, σημειώνουμε πως το 2001 η αναθεωρητική Βουλή περιορίζει την απαγόρευση οιασδήποτε μορφής εκδηλώσεων υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος μόνον «(...)κατά την άσκηση των καθηκόντων..»5. Δεν προκύπτει στην πράξη μεγάλη διαφορά. Δεν τολμά κανείς να δραστηριοποιηθεί κομματικά, έστω και εκτός ασκήσεως καθηκόντων. Εκτιμάται πως, και εάν κανείς το τολμούσε, η ερμηνεία που θα δινόταν θα ήταν πως ο στρατιωτικός βρίσκεται πάντα σε υπηρεσία.

Από την άλλη πλευρά, καταργείται, με το ισχύον από 2001 αναθεωρημένο Σύνταγμα, η παρ. 4 του άρθρου 12 του Συντάγματος του 1975, που έθετε περιορισμούς στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι. Κατόπιν τούτου, ήταν ζήτημα χρόνου (που επήλθε ήδη) να προκύψει προσπάθεια σύστασης συνδικαλιστικού οργάνου στελεχών των ΕΔ. Απομένει να δούμε την εξέλιξη, δικαστική, νομοθετική ή άλλη των μηχανισμών εξουσίας, όπως έγινε με τους αστυνομικούς μετά την ίδρυση των σωματείων τους6. Για τους στρατιωτικούς διαφαίνεται πως υπάρχει κενό στον τομέα αυτόν. Η «επαγγελματοποίηση» μεγάλου τμήματος των στρατευσίμων, η «παγκοσμιοποίηση» των ΕΔ με τις ειδικότητες του Μονίμου Οπλίτη κλπ. είναι αναμενόμενο να συνεγείρουν και τις συνδικαλιστικές ανησυχίες των στρατιωτικών.

Εάν σταθούμε λίγο στις προοπτικές του συνδικαλιστικού κινήματος στις ΕΔ, θα πρέπει να ρίξουμε μια ματιά στην προϊστορία ύπαρξής του στο στρατό των ΗΠΑ, για τον οποίο έχουμε κάποια στοιχεία. Και τούτο επειδή άρχισαν και στην Ελλάδα να εφαρμόζονται παρόμοιες διαδικασίες και φαινόμενα της ελεύθερης αγοράς και στον τομέα των Ενόπλων Δυνάμεων και περισσότερο των αποστολών τους (διαμόρφωση μισθών και επιδομάτων ως κίνητρο για συμμετοχή σε αποστολές εκτός της χώρας, ανάθεση σε ιδιωτικές εταιρίες μέρους αρμοδιοτήτων και υπηρεσιών κ.ο.κ.). Υπάρχουν ομοιότητες με τις ΗΠΑ. Ο συνδικαλισμός εκεί (σε όποια μορφή και εάν λειτουργεί) και οι αρχές των αντίστοιχων οργανώσεων έχουν αρμοδιότητα στο στρατό, αφού «...από το 1983 τα μέλη των ΕΔ λογαριάζονταν ως τμήμα του εργατικού δυναμικού, για πρώτη φορά στην αμερικάνικη ιστορία...». Κάποιες συνδικαλιστικές ενώσεις είχαν δείξει ενδιαφέρον για να ενεργοποιηθούν μέσα στις ΕΔ, όμως το 1978 απαγορεύτηκε με νόμο η δημιουργία οργανωμένων ομάδων στις ΕΔ. Το φαινόμενο είχε παρουσιαστεί περισσότερο στους στρατευμένους, παρά στα στελέχη7.

Η προσαρμογή σε νέα δόγματα, στρατηγικές, οι λεγόμενες νέες απειλές, η νέα δομή, άρα εκπαίδευση, νοοτροπία, κλπ. των ΕΔ τις οδηγούν σε αποδέσμευση από παραδοσιακούς ρόλους. Ρόλοι που αφορούσαν εθνικούς και άλλους παραδοσιακούς κινδύνους, για τους οποίους είναι πρόθυμος ο Ελληνας να υπηρετήσει και να πολεμήσει. Εκτός των άλλων, και η καλλιέργεια «μισθοφορικής» νοοτροπίας, όσο απεχθής και εάν είναι η προοπτική, οδηγεί αναπόφευκτα και στο συνδικαλισμό, έστω αυτής της μορφής που ο Μόσχος περιγράφει για τις ΕΔ των ΗΠΑ. Τα ρεύματα και οι κρατούσες αντιλήψεις και μέθοδοι, που συνδέουν κοινούς στόχους, εκπαίδευση, δόγμα, απειλές κ.ο.κ. των ΕΔ των δύο χωρών, άρχισαν να επηρεάζουν και το συνδικαλιστικό τομέα. Αρκεί να λειτουργήσει τουλάχιστον σ' αυτόν τον τομέα σωστά.

Ας ελπίσουμε να είναι υγιής, όχι ποδηγετούμενη, και προς το συμφέρον των στρατιωτικών και της εθνικής άμυνας η προσπάθεια και η εξέλιξή της για ίδρυση σωματείου των αξιωματικών των ΕΔ.

ΥΓ: Το κείμενο αποτελεί διαμορφωμένο τμήμα αδημοσίευτης διδακτορικής διατριβής με θέμα «Οι Επαγγελματίες Στρατιωτικοί υπό Αυταρχικά Καθεστώτα»

Παραπομπές:

1 Εχουμε περιπτώσεις «λευκής απεργίας» στο ΠΝ, που ποτέ δε μαθεύτηκαν στον έξω κόσμο, ούτε πάρθηκαν μέτρα εναντίον των «απεργών». Αφορούσαν «κινήσεις, μαζώξεις, αποχές» των μηχανικών αξιωματικών και, μάλιστα, εν μέσω δικτατορίας.

2 Βλέπε «Συντάγματα» του 1968 και του 1973, προοίμιο και άρθρα 14, παρ. 4, 15, 17, παρ. 1, 19, παρ. 2, 24 παρ. 2, 25, 56, παρ. 2, 58, παρ. 2 και 5, 61, παρ. 2, 112, παρ. 1α, 123, παρ. 1 και 2, 129 και 130.

3 Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975, άρθρο 29, παρ. 3.

4 Βλέπε Ι. ΚΑΣΙΜΑΤΗ, Συνταγματικό Δίκαιο ΙΙ, «Οι Λειτουργίες του Κράτους», Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Τεύχος Α, «Σάκκουλα», Αθήνα 1980 σ. 168.

5 Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου σχολιάζει ως ακολούθως την τροποποίηση αυτή στη σελ. 21, στο ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 2001, Ειδική Εκδοση ΤΑ ΝΕΑ, Αθήνα Απρίλιος 2001: «(...)εκτός των καθηκόντων τους οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι άλλοι μνημονευόμενοι στη διάταξη αυτή δεν μπορούν να γίνουν υποκείμενο ειδικών περιορισμών».

6 Νόμος 2265/1994, άρθρο 1, για τους αστυνομικούς υπαλλήλους και Υπαλληλικός Κώδικας, άρθρο 46 του νόμου 2683/1999 για τους δημοσίους υπαλλήλους.

7 Βλέπε CHARLES MOSKOS, «Η Στρατιωτική Κοινωνιολογία στην Αμερική», «Παπαζήσης», Αθήνα 1996, σελ. 100 και 101.


Αντώνης ΚΑΚΑΡΑΣ
Αρχιπλοίαρχος ε.α. μέλος της Κίνησης για την Εθνική Αμυνα (ΚΕΘΑ)


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ