Πριν από τρεις μήνες, ολοκληρώθηκαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2104. Εκατό χρόνια πριν, οι πρόγονοί μου, γιόρταζαν, τους Αγώνες που έγιναν στην Αθήνα. Μια μεγάλη γιορτή, έλεγαν, που όμοιά της δεν ξανάγινε. Πράγματι, δεν ξανάγινε, μόνο που δεν ήταν γιορτή. Γιατί τότε, για πρώτη φορά, «το Μάτι» σκέπασε τον αττικό ουρανό και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους Αθηναίους και την Παγκόσμια Κοινότητα. Ηταν μια δύσκολη περίοδος και η προστασία των Αγώνων θεωρήθηκε ως η βασικότερη προϋπόθεση της άρτιας διεξαγωγής τους. Ετσι, «Το Μάτι», εγκαταστάθηκε, για πάντα.
Μας μάθανε, πως υπάρχει για την ασφάλειά μας. Για να κοιμόμαστε ήσυχοι τα βράδια. Μας διευκολύνει τη ζωή. Κάθε φορά που κάποιος συμπολίτης μας κινδυνεύει, αυτό «ξέρει». Σώζει ζωές. Αυτά μας μάθανε. Τώρα όμως, δεν ξέρω πού τελειώνει η αλήθεια και πού αρχίζει το ψέμα.
Τα τελευταία δέκα χρόνια - από τότε που άρχισα να υπηρετώ το Κράτος - «κόψαμε» πολλά βιβλία. Ομως, ένα βιβλίο, που όλοι νομίζαμε ότι είχε εξαφανιστεί, ξαφνικά βρέθηκε μπροστά μας. Και μάλιστα, σε πολλά αντίτυπα. Αποφασίσαμε να καταστραφούν όλα. Ηταν μια σωστή απόφαση. Ποιος ξέρει ποια θα ήταν η αντίδραση του Λαού, όταν διάβαζε τις λέξεις αυτού του τρελού «προφήτη» του 20ού αιώνα; Μόνον απ' το πάθος της γνώσης, αποφάσισα να φυλάξω δύο αντίτυπα. Το βιβλίο ήταν «Η Σιδερένια Φτέρνα»...
Ο θάνατος έρχεται, το νιώθω. Θέλω όσο τίποτα στη ζωή μου, να τελειώσει αυτό το μαρτύριο. Θέλω να λευτερωθώ και αν αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος, τότε, ναι, θα πληρώσω το πικρό, αυτό, τελευταίο νόμισμα. Γιατί, πιο πολύ απ' όλα, θέλω - ω, θεέ μου, πόσο το θέλω - να συναντήσω τους προγόνους μου και να τους ρωτήσω: «Οταν όλα αυτά ξεκινούσαν, εσείς δεν κάνατε τίποτα;»