Κυριακή 22 Ιούνη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 34
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Εννοιες ασύμβατες εξάρτηση και ελευθερία

Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μ' εμποδίσει να διαχειρίζομαι όπως θέλω το σώμα μου, ισχυρίζονται οι οπαδοί της αντιαπαγόρευσης.

Σε μια κατ' εξοχήν ανελεύθερη κοινωνία, που σου στερεί κάθε ελευθερία, σε καταπιέζει, σε αστυνομεύει, σε ταπεινώνει, σου στερεί ακόμα και την αξιοπρέπεια, για ποια ελευθερία μιλάμε; Μέσα σε όρους άγριου νεοφιλελευθερισμού, που το κέρδος του καπιταλιστή είναι η μόνη και υπέρτατη αξία, τι μπορείς να διαθέσεις ελεύθερα; Ακόμα και την εργατική σου δύναμη σ' αυτή την περίοδο της τεράστιας ανεργίας δεν μπορείς να διαθέσεις. Ακόμα και την ψυχή σου χρειάζεται πολύ κουράγιο για να την κρατήσεις ζωντανή μέσα σε όρους που τείνουν να τη συνθλίψουν. Και μήπως η βαρύγδουπη χρήση του όρου "ελευθερία" είναι το φύλλο συκής όσων θέλουν να δραπετεύσουν μέσα απ' τις ουσίες, από την ιστορία, που τη βιώνουν σαν εφιάλτη;

Και για ποια ελευθερία του εξαρτημένου μπορεί να μιλά κανείς, όταν εξάρτηση και ελευθερία είναι έννοιες εντελώς ασύμβατες; Η εξάρτηση από ουσίες νόμιμες και παράνομες ισοδυναμεί με έναν τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται από την πλήρη απώλεια κάθε ελευθερίας απέναντι στην ουσία, την πλήρη υποταγή σ' αυτήν, σε βάρος όλων των άλλων παραμέτρων που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη υπόσταση, σχέσεων, ενδιαφερόντων δραστηριοτήτων, ατομικών και συλλογικών, αξιών, στόχων.

Μ' αυτούς τους όρους, τι πραγματικά σημαίνει το δικαίωμα στην ουσία; Σημαίνει απλά το δικαίωμα στη μέθη, τη σιωπή, την απουσία.

Ο εξαρτημένος από ουσίες, επηρεάζοντας τη συνείδηση και τις αισθήσεις του μέσα από τη δράση των ουσιών, έχει χάσει την ικανότητα να σκέφτεται και να λειτουργεί ως κοινωνικό υποκείμενο, να έχει άποψη και να την υποστηρίζει. Είναι απών από το κοινωνικό γίγνεσθαι, χαμένος στον κόσμο του, τον "τεχνητό παράδεισο" και την αληθινή κόλαση των ναρκωτικών, εξαθλιωμένος και δυστυχής.

Το δικαίωμα στην ουσία, σε τελευταία ανάλυση, ανάγεται στο δικαίωμα του συστήματος να εξοντώνει σωματικά, πνευματικά, ηθικά ολόκληρα κοινωνικά στρώματα, ιδιαίτερα της νεολαίας, τα οποία στρέφει σε "τεχνητούς" κόσμους, για να τα αποσπάσει από τον πραγματικό κόσμο της ανεργίας, της φτώχειας, της εξαθλίωσης, του πολέμου, της γενικευμένης ανασφάλειας, της καταστροφής. Το δικαίωμα στην ουσία διεκδικείται από κάποιους σε μια εποχή που το σύστημα στερεί από τους νέους όλα τα δικαιώματα (στην εργασία, τη στέγη, την ουσιαστική ψυχαγωγία, σε μια ζωή ανεξάρτητη, με ποιότητα και αξιοπρέπεια) και αυτό γίνεται ακριβώς σε μια εποχή που το σύστημα έχει ανάγκη όσο ποτέ να επιβάλει την ιδεολογική χειραγώγηση όλων εκείνων που έχουν κάθε λόγο να αντιστέκονται στη βαρβαρότητα των δυναστών τους, που δε συμβιβάζονται με τη "διαχειριστική" λογική των πάσης φύσεως εκσυγχρονιστών της παρακμής. Γιατί για τους ριζοσπάστες το δικαίωμα στην ουσία συνυφαίνεται με το δικαίωμα του εξαρτημένου να εξασφαλίζει τη δόση του χωρίς να κλέβει, να κάνει παρανομίες, να επιβαρύνει τους άλλους, το δικαίωμα του φιλήσυχου μικροαστού να κοιμάται ήσυχος χωρίς να τον ενοχλεί το δράμα του διπλανού του, το δικαίωμα του κράτους να εφαρμόζει τη νεοφιλελεύθερη αρχή της "μείωσης του κόστους" ακόμα και ενός κοινωνικού προβλήματος.

"Να δημιουργηθούν ειδικά τμήματα στα νοσοκομεία όπου με ένα χιλιαρικάκι θα μπορούν οι εξαρτημένοι να βρίσκουν την ψυχοτρόπο ουσία που θέλουν, μαζί με την κατάλληλη ιατρική και ψυχολογική υποστήριξη. Με μηδαμινό κόστος γι' αυτούς και τις οικογένειές τους και την κοινωνία ολόκληρη" (βλέπε εφημερίδα "Εποχή" 8/6/97).

Η θέση αυτή διαπνέεται οπωσδήποτε από το πνεύμα της "εκσυγχρονιστικής εποχής" το πνεύμα της μείωσης - πάση θυσία - του οικονομικού κόστους, βάζοντας σε δεύτερη ή και τελευταία μοίρα το κοινωνικό κόστος. Και το κοινωνικό κόστος δεν έχει να κάνει μόνο με την παρανομία, την κλοπή, την εγκληματικότητα, όπου εμπλέκεται ο χρήστης προκειμένου να εξασφαλίσει τη δόση του, αυτή είναι μια μόνο παράμετρος του προβλήματος.

Το κοινωνικό κόστος έχει να κάνει πρώτα από όλα με τη διαμόρφωση μιας κοινωνικής στάσης απάθειας και αδιαφορίας απέναντι στο πρόβλημα και το δράμα του άλλου, συμβιβασμού με αυτό και με τις αιτίες που το γεννούν.

"Να μάθουμε να ζούμε με τα ναρκωτικά, όπως με τους σεισμούς", λένε οι ριζοσπάστες, συσκοτίζοντας το γεγονός ότι οι σεισμοί είναι ένα φυσικό φαινόμενο, ενώ τα ναρκωτικά ένα κοινωνικό φαινόμενο. Η επικίνδυνη αναγωγή ενός κοινωνικού σε φυσικό φαινόμενο υποδουλώνει το μέγεθος της ιδεολογικής χειραγώγησης που επιβάλλει το σύστημα όχι μόνο στον εξαρτημένο, ως ακραία αλλοτριωμένο άνθρωπο, αλλά και σε όλους εκείνους που παρουσιάζουν πιστοποιητικά "αριστεροσύνης" για να εκλογικεύσουν την άρνησή τους να βάλουν το μαχαίρι στο κόκαλο, τσακίζοντας ένα σύστημα που συνθλίβει και τους ίδιους.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ