Τρίτη 10 Φλεβάρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 40
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Αγρότες

Ο παππούς μου είχε γεννηθεί σ' ένα κολιγοχώρι της Θεσσαλίας το 1890. Η μάνα του τον έφερε στον κόσμο κάτω από ένα δέντρο και τον σπαργάνωσε μ' ένα κομμάτι τσουβαλιού, γιατί δεν είχε τίποτε άλλο η δυστυχισμένη να του φορέσει. Από τα πέντε του χρόνια βγήκε ισχνός και ρακένδυτος για δουλιά στα χωράφια των τσιφλικάδων της περιοχής. Με μια τσάπα στον ώμο ακολουθούσε κι αυτός κάθε πρωί το καραβάνι των ειλώτων που πήγαινε να ποτίσει με τον ιδρώτα του τη γη, για να σωρεύσει πλούτη το αφεντικό. Εκεί στα χωράφια, ο μικρός κολίγος γνώρισε για καλά τη φριχτή μοίρα του δουλοπάροικου και την κτηνώδη βαναυσότητα του "αγά". Εκεί είδε τους σέμπρους του αφέντη να βρίζουν και να χτυπούν γέροντες ή άρρωστους κολίγους, που παρατούσαν την αξίνα ή την κοσιά, γιατί δεν άντεχαν άλλο. Εκεί είδε παλικάρια να προσβάλλονται ξαφνικά από "θέρμες" και να πέφτουν κάτω, σπαρταρώντας σαν ψάρια. Εκεί είδε ανθρώπους να βρέχουν με τα δάκρυά τους το ξερό ψωμί που είχαν για προσφάι και να παρακαλούν το θάνατο να τους λυτρώσει από τα μαρτύριά τους. Κι εκεί, στα χωράφια, ο μικρός κολίγος συνειδητοποίησε σιγά σιγά πως δεν ήταν η μοίρα, αλλά οι τσιφλικάδες που είχαν κάνει τη ζωή των ξωμάχων μαύρη και βαριά, σαν τις πηχτές λάσπες που έπνιγαν το χειμώνα το θεσσαλικό κάμπο. Αυτή η αλήθεια άναψε σωστή πυρκαγιά μέσα στα στήθια του μικρού κι όταν κάμποσα χρόνια μετά ξέσπασε η εξέγερση του Κιλελέρ ο νεαρός πλέον κολίγος ήταν απ' τους πρώτους που έδωσε το "παρών" στο ξεσήκωμα των σκλάβων.

Τα χρόνια πέρασαν, οι κολίγοι ελευθερώθηκαν και η εποχή που κουβαλούσαν τους αφέντες στις πλάτες τους πέρασε "ανεπιστρεπτί". Ετσι τουλάχιστον μου έλεγε ο παππούς μου, όταν τον επισκεπτόμουν παιδί στο χωριό και μου διηγόταν τα μικρά του χρόνια. "Ούτε που μπορείς να φανταστείς, παιδί μου, μου έλεγε, πώς ζούσαμε τότε. Για σπίτια είχαμε κάτι λασποκάλυβα, για φαγητό ξερό ψωμί, σκορδόνερο ή κουρκούτι και τα ρούχα μας ήταν καμωμένα από τρύπια σακιά. Το χειμώνα τουρτουρίζαμε μέσα στα παγωμένα αχούρια μας και το καλοκαίρι μάς ρήμαζαν τα κουνούπια της Κάρλας και μας θέριζε η ελονοσία. Οι τσιφλικάδες μάς έβλεπαν να πεθαίνουμε και σημασία δεν έδιναν. Περισσότερο στενοχωριόnταν αν τους πέθαινε ένα πρόβατο παρά ένας από εμάς. Αλλά και οι κυβερνήσεις δεν ήταν λιγότερο σκληρές μαζί μας. Θυμάμαι που μαζευτήκαμε όλοι οι απελπισμένοι και πήγαμε στη Λάρισα να ζητήσουμε από τις αρχές "κινίνο" για τις "θέρμες" μας. Και οι αρχές ξέρεις τι έκαναν; Εβαλαν το ιππικό και μας λιάνισε. Ευτυχώς, όμως, παιδί μου, αυτές οι εποχές πέρασαν πια ανεπιστρεπτί...".

Αχ, καημένε παππού, αν ζούσες σήμερα θα έβλεπες, δυστυχώς, πόσo ξεγελάστηκες που πίστευες ότι εκείνες οι μαύρες εποχές πέρασαν για πάντα. Ογδόντα, ενενήντα χρόνια από τότε οι ισχυροί του κόσμου αποφάσισαν να κάνουν πάλι κολίγους και τσιφλικάδες και προωθούν με κάθε μέσον τα αισχρά σχέδιά τους. Οι αγρότες ξεζουμίζονται αδίστακτα από τους μεγαλέμπορους, αφαιμάζονται συστηματικά από τις τράπεζες και πλήττονται συνεχώς από τις εξοντωτικές αποφάσεις των Βρυξελλών. Λίγο ακόμη να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση και πάει, θα ξεκληριστούν οι μικροκαλλιεργητές. Θα αναγκαστούν όλοι να πουλήσουν τα χωραφάκια τους σε νέους "αγάδες" και να δουλεύουν πια ως μεροκαματιάρηδες στη γη που ήταν κάποτε δική τους.

Αχ, παππού, αν δεν ξεσηκωθούν σύντομα όλοι στην ύπαιθρο, όπως ξεσηκωθήκατε κάποτε εσείς, πολύ φοβάμαι πως θα ξανάρθει εκείνη η τραγική εποχή, όπου ο αφέντης είχε το δικαίωμα ακόμη και να "κοιμάται" πρώτος αυτός με τη γυναίκα του κολίγου και έπειτα να του την παραδίδει!

Τάσος ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ