Στην περίπτωση της αγροτικής εξέγερσης η ζωή, με τη δική της σοφία και δραματικότητα, έδειξε ήδη κάτι, που αναφέρθηκε μεν στα Μέσα Ενημέρωσης, ιδίως στα έντυπα, αλλά συντόμως και επιπολαίως, χωρίς να προσεχτεί και να σχολιαστεί, όσο έπρεπε. Και όμως ήταν κάτι, που με την απλότητά του και το βάθος του δικαίωσε για πολλοστή φορά τη ρήση του Φλωράκη. Η ζωή μίλησε το δικό της λόγο. Και είπε:
- Αυτά τα παιδιά των ΜΑΤ και των άλλων κρατικών οργάνων, που στέλνονται ν' αντιμετωπίσουν την εξέγερση των αγροτών, εξέγερση για το δίκιο τους, για την ύπαρξή τους, είναι στη μεγάλη πλειονότητά τους παιδιά των αγροτών. Πώς αυτοί οι ένστολοι νέοι θα αντιπαραταχθούν στις οικογένειές τους; Πώς θα μπορέσουν να πάρουν ύφος βλοσυρό και απειλητικό κι ακόμη πώς θα τις χτυπήσουν, αν διαταχθούν;
Να σε τι κατήφορο απανθρωπιάς οδηγεί η ταξική πολιτική! Να σε τι συγκρούσεις, που πλήττουν τις ρίζες της ανθρώπινης υπόστασης, ωθεί το ταξικό κράτος! Συναισθηματισμοί είναι όλα αυτά θα πουν μερικοί, σε ειρωνικό και υπεροπτικό τόνο. Ναι, συναισθηματισμοί είναι, αλλ' ας μάθουν αυτοί οι είρωνες και υπερόπτες αυτό, που έχει λεχθεί: Το αίσθημα είναι καταβολή του Θεού στην ανθρώπινη ύπαρξη. Ο άνθρωπος είναι θείο ον στο μέτρο
που αισθάνεται.
Και καλά, τα τελευταία χρόνια, αυτός ο μόχθος αλαφρώθηκε από τα νέα μηχανήματα. Αλλά παλιότερα; Εμείς οι ηλικιωμένοι, γόνοι αγροτών, όσοι επιζούμε, θυμόμαστε τις οικογένειές μας να παλεύουν με τα τότε πρωτόγονα μέσα. Με το αρχέγονο άροτρο του Ησιόδου, ίδιο κι απαράλλαχτο, σερνόμενο από τα βόδια. Ετσι μας ανάθρεψαν και μερικούς μας βοήθησαν να μάθουμε λίγα γράμματα και να ξεφύγουμε από τη βαριά δουλιά της γης.
Τώρα είναι αξιόλογος επιστήμων, αρκετά εύπορος, παντρεμένος, με παιδιά. Μια μέρα με είχε καλέσει στο σπίτι του να μου κάνει τραπέζι. Φάγαμε κι ετοιμαζόμασταν να πάμε σε άλλο χώρο του σπιτιού, να συζητήσουμε. Καθώς σηκωνόμασταν από το τραπέζι, ο φίλος μου είδε τον μικρότερο γιο του να παίρνει ένα μεγάλο κομμάτι ψωμιού και να το ρίχνει σε μια σακούλα σκουπιδιών, και αγρίεψε. Δεν είναι τσιγκούνης, αλλ' αυτό, που έκανε ο γιος του, τον τάραξε.
- Γιατί το πέταξες τόσο ψωμί; του είπε. Σε ρωτώ, γιατί;
Ηταν έτοιμος ν' αρπάξει το γιο του και να του της βρέξει. Επενέβη η γυναίκα του.
- Μην κάνεις έτσι, Αντρέα, του είπε. Δεν έκανε και κανένα έγκλημα.
- Ετσι λες εσύ; της απάντησε φουρκισμένος.
Με πήρε και πήγαμε στο γραφείο του.
- Η γυναίκα μου δεν μπορεί να καταλάβει, μου είπε. Εχει γεννηθεί και μεγαλώσει στην πόλη, με όλα τα καλά της. Ενώ εγώ ξέρεις από πού κατάγομαι.
- Μια χρονιά πήγαμε να θερίσουμε το χωραφάκι μας. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου είδε λίγα στάχυα, που είχαν φυτρώσει στο χείλος του γκρεμού. Πέντ' έξι στάχυα. Πήγε να τα θερίσει κι αυτά. Γλίστρησε κι έπεσε στον γκρεμό. Τον χάσαμε. Σκοτώθηκε για πέντε στάχυα...
Την τελευταία φράση δεν μπόρεσε να την αρθρώσει σωστά. Τον είχε πνίξει η συγκίνηση και τα μάτια του είχαν βουρκώσει...
Ασημάκης ΓΙΑΛΑΜΑΣ