Τρίτη 18 Γενάρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 2
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ ΜΑΣ;

Το σκηνικό θριαμβολογίας που συνοδεύει κάθε ενέργεια ή συμφωνία της σημερινής κυβέρνησης, δεν αποτελεί πλέον είδηση για κανέναν. Η στήριξη της κυβέρνησης του κ. Σημίτη από τη χρηματιστική ολιγαρχία και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς είναι λογική και αναμενόμενη. Ομως, τα όσα ακούσαμε να συνοδεύουν τη λεγόμενη «ιστορική» ανατίμηση της κεντρικής ισοτιμίας της δραχμής έναντι του Ευρώ θρυμματίζουν κάθε όριο σοβαρότητας.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, οι ίδιοι άνθρωποι, οι οποίοι το Μάρτη του '98 θριαμβολογούσαν για τα οφέλη που θα προέκυπταν από την υποτίμηση της δραχμής, εμφανίζονται τώρα να θριαμβολογούν για τη σχετική ανατίμηση. Πρώτοι και καλύτεροι ο πρωθυπουργός και ο αρμόδιος κ. Γ. Παπαντωνίου.

Τότε, διατυμπάνιζαν την ευνοϊκή επίδραση που θα είχε η υποτίμηση στις ελληνικές εξαγωγές, στον τουρισμό, στη συγκράτηση της εισαγωγικής διείσδυσης, στη διατήρηση σχετικά υψηλών επιτοκίων για τους μικροκαταθέτες, στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Σήμερα εμφανίζονται να πανηγυρίζουν για τη μείωση των πληθωριστικών πιέσεων, τη μείωση των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων, την αναζωογόνηση του χρηματιστηρίου (με την επάνοδο μεγάλων ξένων θεσμικών επενδυτών και την προβλεπόμενη πτώση των επιτοκίων).

***

Μια απλή αντιπαραβολή των δηλώσεων στις δυο περιπτώσεις θα αρκούσε, για να καταδείξει την αστεία πλευρά του άκρατου κυβερνητικού λαϊκισμού, καθώς και της άσφαιρης αντιπολίτευσης στη συντηρητική πολιτική. Κάθε φορά, δηλαδή, που η κυβέρνηση προβάλλει το θετικό «κατάλογο» για τη μια επιλογή (π.χ. τη σχετική ανατίμηση) η αξιωματική αντιπολίτευση ανασύρει τον αντίστοιχο αρνητικό «κατάλογο» για την ίδια περίπτωση.

Αντίθετα, το ΚΚΕ καλεί τους εργαζόμενους να σκεφτούν σοβαρά και να απεγκλωβιστούν από τα ψευτοδιλήμματα του τύπου: «μαλακή ή σκληρή δραχμή», «χαμηλός ή ψηλός πληθωρισμός» κλπ.

Η ίδια η ζωή έδειξε όλα τα προηγούμενα χρόνια ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να ζημιωθούν και από τον ψηλό πληθωρισμό, που εξανεμίζει το εισόδημά τους και από την άγρια πολιτική λιτότητας, στο όνομα της μείωσης του πληθωρισμού. Η ταξική ανισότητα μεγάλωσε στη χώρα μας και με τη «σκληρή» και με τη «μαλακή» δραχμή.

Το πραγματικό ερώτημα, που πρέπει, επομένως, να απαντήσουν οι εργαζόμενοι είναι: σε ποια πολιτική κατεύθυνση εντάσσονται κάθε φορά τα κυβερνητικά μέτρα; Υπηρετούν μια πολιτική υπέρ των συμφερόντων του λαού ή υπέρ των συμφερόντων του μονοπωλιακού κεφαλαίου;

***

Τα κυβερνητικά μέτρα των τελευταίων χρόνων και στη φάση της υποτίμησης και στη φάση της σχετικής ανατίμησης, εντάσσονται στα πλαίσια του αντιλαϊκού μονόδρομου της ΟΝΕ. Ενισχύουν δηλαδή και στις δύο περιπτώσεις αντικειμενικά τον πραγματικό εχθρό των εργαζομένων, τη χρηματιστική ολιγαρχία στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.

Οι διαφορετικές επιλογές σε κάθε χρονική στιγμή υπαγορεύονται από τις διαχειριστικές προτεραιότητες της άρχουσας τάξης και κινούνται στην ίδια πάντα κατεύθυνση π.χ. η σημερινή επιλογή έχει σαν κύριο στόχο τη μείωση του πληθωρισμού, ώστε να διευκολυνθεί η τελική ένταξη της χώρας στο μηχανισμό της ΟΝΕ.

Τι θα σημάνει όμως για τους εργαζόμενους η προώθηση αυτής της επιλογής;

Το πόρισμα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας και η έκθεση της Κομισιόν για το ελληνικό πρόγραμμα σύγκλισης, που θα συζητηθεί σήμερα 18/1 και θα εγκριθεί από την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή (EFC) στις 25/1, δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο για παρερμηνείες.

Το ίδιο το κοινοτικό επιτελείο, και όχι κάποιοι καταστροφολόγοι κομμουνιστές, δηλώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι απαιτείται επιτάχυνση της συντηρητικής αναδιάρθρωσης. Συγκεκριμένα, τονίζεται η ανάγκη «απόσυρσης» του Δημόσιου από το σύνολο της παραγωγής προϊόντων, η επίσπευση της πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς στην ενέργεια και στις τηλεπικοινωνίες, η μαζική επιβολή του συνόλου των σκληρών αντεργατικών σχέσεων της «Λευκής Βίβλου», η ισοπέδωση των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων.

Με άλλα λόγια, μετά-ΟΝΕ εποχή σημαίνει για τους εργαζόμενους ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, του ΟΤΕ, της Αγροτικής και της Εμπορικής Τράπεζας, της «Ολυμπιακής». Σημαίνει αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, κατάργηση μεγάλου μέρους της ασφαλιστικής προστασίας, κατάργηση κάθε χρονικού περιορισμού στην εργάσιμη ημέρα.

Σημαίνει, επίσης, μεγαλύτερη εισαγωγική διείσδυση και επιδείνωση της σχέσης εξαγωγών - εισαγωγών που είναι ήδη για τη χώρα μας η χειρότερη της ΕΕ. Η Eurostat επισημαίνει μείωση των ελληνικών εξαγωγών κατά 15% το α' οκτάμηνο του '99, δηλαδή πριν την ανατίμηση, ενώ την ίδια περίοδο οι ιρλανδικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 15%. Οι παραπάνω εξελίξεις σε συνδυασμό με το ποσοστό της επίσημης ανεργίας που έχει σπάσει το φράγμα του 10%, έρχονται να υπογραμμίσουν και τις πραγματικές συνέπειες, που θα έχει ο πλήρης αφοπλισμός της χώρας από το όπλο της συναλλαγματικής πολιτικής στη μετα-ΟΝΕ εποχή.

***

Ηκυβερνητική προπαγάνδα προσπαθεί να αποπροσανατολίσει μια μερίδα εργαζομένων, με τα περίφημα κέρδη που θα έχουν λόγω της αναζωογόνησης του χρηματιστηρίου. Δε θα κουραστούμε να επαναλαμβάνουμε ότι ανεξάρτητα από συγκυριακές και αποσπασματικές περιπτώσεις, το χρηματιστήριο αποτελεί χώρο συγκέντρωσης κεφαλαίου σε όφελος των ισχυρών μονοπωλίων. Και σε αυτό το χώρο διοχετεύεται μακροπρόθεσμα το λαϊκό εισόδημα χιλιάδων μικροεπενδυτών στα χέρια των λεγόμενων θεσμικών, ισχυρών επενδυτών και όταν πέφτει και όταν ανεβαίνει ο γενικός δείκτης.

Το σύνολο των προαναφερόμενων εξελίξεων δείχνει ότι δε δικαιολογείται καμιά θριαμβολογία, ούτε καμιά επανάπαυση για όποιον σκέπτεται με κριτήριο τα συμφέροντα των εργαζομένων. Αν δε συμβάλουμε όλοι σήμερα στη μετωπική - αγωνιστική δράση ενάντια στις επιλογές του «μονόδρομου» της ΟΝΕ, οι μέρες που θα ακολουθήσουν θα είναι πολύ χειρότερες από αυτές που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια.

Μπροστά στη σκληρή, αντιλαϊκή επίθεση οι εργαζόμενοι πρέπει και μπορούν να σκεφτούν σοβαρά ότι κανένα μέτρο «σκληρής ή μαλακής» δραχμής, ενταγμένο στη σημερινή κυβερνητική πολιτική, δεν πρόκειται να τους βοηθήσει.

Μοναδική προοπτική για τα συμφέροντα των εργαζομένων αποτελεί σήμερα η γραμμή πόλης του αντιμονοπωλιακού αντιιμπεριαλιστικού μετώπου, που θα συμβάλει σε μια ριζική αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων. Μόνο σ' αυτό το δρόμο η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα μπορούν ν' αποσπούν κατακτήσεις, η κατοχύρωση και διεύρυνση των οποίων μπορεί να γίνει μόνο με την κατάκτηση της λαϊκής εξουσίας και την οικοδόμηση της λαϊκής οικονομίας.


Μάκης ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ