Σάββατο 22 Φλεβάρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 15
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ετσι ξεκίνησε η ιστορία της

Ετσι ξεκίνησε η ιστορία της. Ηταν σκοτεινή η νύχτα τότε που σκέπαζε τη χώρα μας. Κι ήταν κατακτημένη η Ελλάδα μας απ' τους βαρβάρους. Κι ήταν οι Ούνοι και οι Ταμερλάνοι οι βάρβαροι. Ηταν οι ορδές του χιτλερικού και του μουσολινικού φασισμού. Και διαγουμίζανε τον πλούτο του τόπου μας. Και μας άρπαζαν και τη στερνή μπουκιά, το ψωμί και το γάλα των παιδιών μας. Και πεθαίνανε από την πείνα κατά χιλιάδες οι Ελληνες. Και τους στοιβάζανε το πρωί στα κάρα των σκουπιδιών τους πεθαμένους. Και τους θάβανε τους νεκρούς σωρηδόν σ' ομαδικούς τάφους. Και βγήκανε τότε κάτι χρυσοστόλιστοι ποιμενάρχες και κάποιοι άλλοι αστοί πολιτικοί και συμβουλεύανε υπομονή στους πεινασμένους κι οι πεινασμένοι να πεθαίνουν στα πεζοδρόμια...

Κι ήτανε τότε σ' αυτή τη νύχτα της πικρής σκλαβιάς, του τρόμου, της υποταγής και των θανάτων, π' αντήχησε ξανά του Ρήγα η σάλπιγγα σε σηκωμό για νέο '21.

ΕΛΛΗΝΕΣ, ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙΤΕ, «ΛΕΥΤΕΡΙΑ `Η ΘΑΝΑΤΟΣ».

Οι κομμουνιστές το βροντοφώναξαν το νέο κάλεσμα, οι λεβεντιές του Κάπα Κάπα Εψιλον και της ΟΚΝΕ και το διαλάλησαν παντού στα πέρατα, στις πόλεις, στα χωριά και στα νησιά μας:

Μακεδόνες, Μωραΐτες,

Ηπειρώτες, Θεσσαλοί,

Ρουμελιώτες, Θράκες, Κρήτες

η πατρίδα σας καλεί...

Κι ήρθε η μέρα που έσμιξαν όλες οι φωνές σε μία, κι ήρθε η μέρα που έγινε τραγούδι ο σηκωμός:

ΕΑΜ, ΕΑΜ φωνή λαού

που φτάνει ως τ' άστρα τ' ουρανού...

Και μπήκανε πρώτοι οι κομμουνιστές στης λευτεριάς τη φάλαγγα, πρώτοι στο πάλεμα και τις θυσίες.

Σ' αυτή τη νύχτα της πικρής σκλαβιάς, του τρόμου, της υποταγής και των θανάτων, τότε ήταν π' αντιλάλησε το άλλο κάλεσμα:

ΝΕΟΙ ΕΝΩΘΕΙΤΕ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ! ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ. ΓΙΑ ΛΕΥΤΕΡΙΑ. ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΖΩΗ. 23 ΦΛΕΒΑΡΗ 1943. ΖΗΤΩ Η ΕΠΟΝ. ΖΗΤΩ Η ΕΝΙΑΙΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΝΕΩΝ!

Και το πήρανε το κάλεσμα τα φλογερά τα νιάτα. Και το μετέδωσαν με τα χωνιά στις πόλεις και τα χωριά. Και το γράψανε στους τοίχους. Και σμίξανε τα ελληνικά τα νιάτα σε μια φάλαγγα και κατέγραψε η ιστορία το πρωτάκουστο: 600 χιλιάδες νέοι και νέες στις γραμμές της ΕΠΟΝ. 600 χιλιάδες νέοι αγωνιστές σ' όλα τα μέτωπα της λευτεριάς. Και ξεχύθηκαν τους δρόμους πιασμένοι χέρι χέρι. Ο νέος εργάτης με το φοιτητή, με τον υπάλληλο ο αγρότης. Και περπατούσανε ανάμεσα στα τανκς και τις ορδές των κατακτητών και βροντοφώναζαν: Εξω οι τύραννοι. Εξω οι κατακτητές. Και απαιτούσαν ψωμί και γάλα για τα παιδιά, φάρμακα για τους αρρώστους και ανοιχτά σχολειά. Και τραγουδούσαν:

Δε μας τρομάζουν των Γερμανών τα βόλια

των Ιταλών τα άδοξα σπαθιά.

Το 'χουμε γράψει βαθιά μέσ' την καρδιά μας

θάνατος, θάνατος ή ελευθεριά...

Κι ήταν στιγμές που έμενε στη μέση το τραγούδι τους κι ατέλειωτη η γραφή στον τοίχο: ΛΕΥΤΕΡΙΑ!

Κι ήρθε στον αγώνα για τη λευτεριά ο πρώτος θάνατος, ο πρώτος σκοτωμός.

Κι ήταν Δεκέμβρης του '42 στην Αθήνα. Ηταν οι τύραννοι, που άνοιξαν πυρά στους διαδηλωτές κι ήτανε άλικο το αίμα που έβαψε το πεζοδρόμιο. Κι ήτανε μέλος της ΟΚΝΕ, ήταν κομμουνιστής, το πρώτο παλικάρι που 'πεσε για την πατρίδα, ΜΗΤΣΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ το όνομά του.

Κι ήρθε κατόπιν άλλος θάνατος, ο άλλος σκοτωμός, στους δρόμους της ανυπότακτης Αθήνας. Χιλιάδες τετρακόσιες οι διαδηλωτές και στη φάλαγγα μια νέα κοπέλα, μια ΕΠΟΝίτισσα. Κι είχε το λάβαρο της λευτεριάς στα χέρια της, στα χείλη το τραγούδι. Και το ανέμιζε το λάβαρο στις σιδερόφραχτες ορδές κι ήτανε τότε που τύλιξαν το κορμί της οι ερπύστριες των τανκς κι ήτανε μια Ελληνοπούλα αυτή, μια ΕΠΟΝίτισσα μόλις στα 18 της χρόνια, που έδωσε τη ζωή της για τη λευτεριά της πατρίδας, ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ κατέγραψε η ιστορία.

Ητανε ολόρθη η Ελλάδα τότε στον αγώνα της λευτεριάς. Κι ήταν τα νιάτα της ΕΠΟΝ μπροστάρηδες κι ανταρτοζωσμένοι. Μια θάλασσα ξέχειλη στους δρόμους. Μια οργισμένη θάλασσα οι μυριάδες των διαδηλωτών.

Θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα

και πανανθρώπινη τη λευτεριά...

Κι ανέβαινε, όλο ανέβαινε, στις πολιτείες ο σηκωμός κι αχολογούσε στα βουνά τ' αντάρτικο ντουφέκι: Ιτε παίδες Ελλήνων ελευθερούτε πατρίδα. Ελληνες ακολουθήστε των ανταρτών τη φωνή. Εμπρός ΕΛΑΣ για την ΕΛΛΑΔΑ. Στ' άρματα στ' άρματα εμπρός στον αγώνα. «Βροντάει ο Ολυμπος αστράφτει η Γκιώνα. Ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα στέλνει περήφανο χαιρετισμό».

Κι απ' τα ψηλά βουνά κατέβαινε του ΕΛΑΣ η ανταρτοσύνη, κατακαμπής ροβόλαγε, χτυπούσε τους τυράννους, πόλεις, χωριά λευτέρωνε, νέα ζωή ανθούσε.

Βαριά στενάζουν τα βουνά κι ο ήλιος συννεφιάζει

το δόλιο το Μικρό Χωριό και πάλι ανταριάζει.

Λάμπουν γυμνά σπαθιά, πέφτουν ντουφέκια ανάρια

ο Αρης κάνει πόλεμο μ' αντάρτες παλικάρια...

Κι έκτιζε η ΕΠΟΝ τη νέα ζωή στη λεύτερη Ελλάδα. Ορθωνε σχολειά στα ερείπια. Λέσχες πολιτισμού, βιβλιοθήκες, φύτευε δέντρα, άνοιγε δρόμους, ομόρφαινε πλατείες. Κι είχε εξαλείψει από παντού στη λεύτερη πατρίδα μαζί με τους κατακτητές, το βούρκο της διαφθοράς και των ναρκωτικών τη μάστιγα.

Οσο γιγάντωνε η λευτεριά κι άπλωνε τα φτερά της, όσο ο ΕΛΑΣ περίζωνε τις σκλάβες πολιτείες, τόσο λυσσομανούσαν οι τύραννοι, τα στίφη των βαρβάρων, στον άμαχο πληθυσμό ξεχύνονταν αλύπητα. Και συγκεντρώνανε τους χωρικούς τάχα να τους μιλήσουν και τους θερίζανε ομαδικά με τ' αυτόματα. Κι ανάβανε φωτιές και τους πυρπολούσαν στα σπίτια τους, στα σχολειά, στις εκκλησιές. Και κατέγραψε τότε η ιστορία τα πιο στυγερά τους εγκλήματα: Καλάβρυτα και Δίστομο, Κάνδανο και Βιάνο, δεκάδες τα ολοκαυτώματα, χιλιάδες οι σκοτωμένοι.

Και συλλάμβαναν καθημερινά τους ανυπότακτους Ελληνες και τους αλυσόδεναν στις φυλακές και τα στρατόπεδα και οδηγούσαν στο εκτελεστικό και θέριζαν με τ' αυτόματα τον ανθό της λεβεντιάς. Στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, στο Κούρνοβο, το Χαϊδάρι, στο Μεζούρλο, αμέτρητοι οι τόποι που 'πεσαν χιλιάδες παλικάρια. Και περπατούσαν έτσι ορθοί και ψηλομέτωποι στον τόπο της θυσίας και δεν είχαν κανένα παράπονο που 'φευγαν τόσο νωρίς απ' τη ζωή, στον ανθό της νιότης τους. Η Ηρώ Κωνσταντινοπούλου, η Κούλη Λίλη, οι τρεις του Υμηττού, οι ΕΠΟΝίτες του Μπιζανίου, της Καλλιθέας, ο Αδάμ Μολυβδάς, ο Εκτορας Οικονομίδης, ο Νείλος Μαστραντώνης, ο Γιάννης Κυριακίδης, τ' αδέλφια Νίκος και Αλέκος Δονδολίνου, η Ελπίδα, αμέτρητα τ' αγόρια και τα κορίτσια, ακόμα και παιδάκια ανήλικα που 'πεσαν στον αγώνα της λευτεριάς, αφήνοντας στους ζωντανούς και τις γενιές που έρχονται το στερνό τους μήνυμα, έτσι όπως μας το είπε με το τελευταίο τραγούδι του ο νεολαίος ποιητής Κώστας Γιαννόπουλος.

Ετσι ξεκίνησε η ιστορία της, η ιστορία μας. Ηταν η 23 του Φλεβάρη του '43. Τότε πρωτάναψε η φλόγα της ΕΠΟΝ. Ο πυρσός με τα ευγενέστερα ιδανικά και οράματα. Για τη σωτηρία του έθνους μας. Για μια ζωή ελεύθερη κι ωραία.

Τιμή και δόξα στα φλογερά νιάτα της ΕΠΟΝ. Στους ΕΠΟΝίτες, στις ΕΠΟΝίτισσες και τ' αετόπουλα. Που όρθωσαν κι αντέταξαν το περήφανο ανάστημά τους στους ξένους κατακτητές. Στους Ούνους και τους Ταμερλάνους. Και κατοπινά στους Αγγλους και τους Αμερικάνους. Που πόνεσαν, που μάτωσαν, που θυσίασαν άλλοι και τη ζωή τους για τη λευτεριά της πατρίδας, για μια Ελλάδα με μοναδικό κυρίαρχο το λαό μας. Με ειρήνη και φιλία ανάμεσα στους λαούς. Τιμή και δόξα στην ΕΠΟΝίτικη γενιά της Αντίστασης. Τιμή και δόξα στα 60χρονα της ΕΠΟΝ.

Μα, μας άφησε υποθήκες η ΕΠΟΝ. Υποθήκες για τους αγώνες της σημερινής νέας γενιάς, που συνεχίζει η ΚΝΕ. Η ζωή είναι ωραία, όταν συνοδεύεται με ιδανικά. Η ζωή είναι ωραία με λευτεριά, χωρίς άγχος για το αύριο, χωρίς τις παγίδες της διαφθοράς. Η Ελλάδα είναι όμορφη χωρίς τους εγχώριους αφέντες και τους ιμπεριαλιστές συμμάχους τους. Η Ελλάδα των Κολοκοτρωναίων, του Μαλτέζου, του Σουκατζίδη, της Ηλέκτρας, των Μπελογιάννηδων.

Ζήτω τα 60χρονα της ΕΠΟΝ! Ζήτω η Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας, συνεχιστής των αγωνιστικών παραδόσεων της ΟΚΝΕ και της ΕΠΟΝ.


Δημήτρης ΚΗΠΟΥΡΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ