Βέβαια, δυο τρεις βδομάδες προηγούμενα, αλλιώς υπολόγιζε τα διόδια ο εκπρόσωπος της Αττικής Οδού. Ελεγε ότι το ύψος τους αποτελεί το ελάχιστο τίμημα, για να τα βγάζει πέρα η εταιρία στην εξυπηρέτηση των δανείων, στη συντήρηση του δρόμου κλπ., κλπ.
Τέλος πάντων. Εμείς, ας πιστέψουμε τον κ. υφυπουργό. Ας παραδεχτούμε, δηλαδή, ότι έγινε δυνατή η μέτρηση του χρόνου και των καυσίμων που εξοικονομεί ο χρήστης της Αττικής Οδού και ανάλογα ορίστηκε το ποσό των διοδίων.
Το μεγάλο πρόβλημα δε βρίσκεται αν και πώς έκαναν το παραπάνω. Ούτε αν το έκαναν σωστά. Το μεγάλο πρόβλημα βρίσκεται στην ανταποδοτική λογική, στην οποία βασίζεται η απάντηση του υφυπουργού και της οποίας οι πρακτικές συνέπειες επεκτείνονται σε όλο και περισσότερους τομείς της δημόσιας ζωής.
Κάποτε, για παράδειγμα, οι πολίτες πλήρωναν τους φόρους τους και το κράτος ήταν υποχρεωμένο να παρέχει μια σειρά υπηρεσίες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η κατασκευή και συντήρηση δρόμων. Τα διόδια ήταν λιγοστά και οι τιμές τους σχετικά λογικές.
Σήμερα, όλο και περισσότερες από τις παραπάνω υπηρεσίες συμπεριλαμβάνονται - με τον έναν ή άλλο τρόπο και μορφή - στην προαναφερόμενη «ανταποδοτική λογική» και οι εργαζόμενοι καλούνται να πληρώσουν γι' αυτές.
Στο μεταξύ, βέβαια, οι κάθε λογής άμεσοι και έμμεσοι φόροι, που πληρώνουν τα κατ' εξοχήν «φορολογικά υποζύγια» - με άλλα λόγια τα λαϊκά στρώματα - όχι μόνο δε μειώνονται, αλλά αυξάνονται χρόνο με το χρόνο και, μάλιστα, σε ποσοστά μεγαλύτερα του τρέχοντος πληθωρισμού και ακόμη μεγαλύτερα των αυξήσεων στους μισθούς, τα μεροκάματα και τις συντάξεις.