Ενας θεός μας έπεμψε
Τουρκάκια και Ρωμνάκια
και πρέπει ν' αγαπιόμαστε
σαν τα καλά αδερφάκια
Καλώς την, καλώς την, αναφωνούσε και άπλωνε τα χέρια της σε μια αγκαλιά. Στα μέσα της όγδοης δεκαετίας της ζωής της, αφού στην ανταλλαγή ήταν εννιά χρόνων όταν πήγε στην Τουρκία, και τα κρητικά της δε διαφέρουν καθόλου από αυτά που μιλάνε οι συνομήλικοί της ή ακόμα και νεότεροι στην Κρήτη σήμερα.
"Πώς τα θυμάστε, και πώς ξέρετε τόσες μαντινάδες; ", απορούσα.
"Οι γονείς μου δεν ήξεραν πράμα από άλλη γλώσσα".
Τα γαλανά της μάτια, μεγεθυμένα από τα γυαλιά της, κρατούσαν μέσα τους μια νοσταλγία που είχε κληρονομήσει από τις πρώτες της παιδικές αναμνήσεις και τους γονείς της.
"Τα 'μαθες Αρετούσα μου... ".
Ο Ερωτόκριτος εξιστορείτο από τη μία σελίδα στην άλλη.
"Μα πώς ξέρετε τον Ερωτόκριτο;".
Οταν ήρθαν ξένοι σ' αυτά τα μέρη, προσπάθησαν να κρατηθούν από τη γλώσσα. Οι γυναίκες κάθονταν κι έπλεκαν δαντέλες κι έπιαναν τον Ερωτόκριτο με τη σειρά. Ελεγε η μία κι όταν σταματούσε άρχιζε η άλλη.
"Ούλες τον ήξεραν".
"Οποιος μας έκανε αυτό το κακό και μας έβγαλε από τα σπίτια μας, να το 'βρει από το Θεό", κατέληγε κάθε φορά μ' έναν αναστεναγμό, που έβγαινε από τα βάθη του χρόνου.
Η γιαγιά της μαμάς της ήταν Ελληνοπούλα. Στο καφενείο του μπαμπά της, σοφός και δίκαιος, πήγαιναν οι Ελληνες και κάθονταν μαζί με τους Τούρκους. Δεν τους ξεχώριζες.
Ακόμα δεν είχε μάθει ποιος τους είχε κάνει αυτό το κακό.
Αχ, αχ, αχ.
"Από την Κρήτη φύγαμε
για να μη λέμε άχι
κι ήρθαμε στην Ανατολή
και σέρνομε τα πάθη".
Με κοίταξε κατάματα.
Baris istiorum, είπα.
Ιωάννα ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ