Πέμπτη 28 Μάρτη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 34
19ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΚΕ - ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Μεταρρύθμιση ή επανάσταση;

Ενα από τα βασικά καθήκοντα του Κόμματος της εργατικής τάξης στη σημερινή περίοδο είναι ο τρόπος που θα μετατρέψει την οικονομική κρίση του καπιταλισμού, σε επαναστατική κρίση. Οι Θέσεις της ΚΕ για το 19ο Συνέδριο επιδιώκουν να απαντήσουν στο ζήτημα αυτό θέτοντας το δίλλημα: «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;». Οτι, δηλαδή, το Κόμμα, με ξεκάθαρη επαναστατική στρατηγική, πρέπει να απαντήσει στα προβλήματα της εργατικής τάξης ξεμπερδεύοντας με μεταρρυθμιστικές αυταπάτες που ταλάνιζαν το παγκόσμιο Κομμουνιστικό κίνημα κατά τον προηγούμενο αιώνα. Η θεώρηση αυτή είναι ξεκάθαρη από την αρχή μέχρι το τέλος του κειμένου.

Μάλιστα, το δίλημμα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση», εκφράζεται στις Θέσεις (Θέση 27) ως ένα από τα κεντρικά ζητήματα της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης σε περίοδο κρίσης. Είναι γεγονός ότι η αυθόρμητη συνείδηση των μαζών, δύσκολα «βλέπει» πέρα από τη μεταρρυθμιστική πάλη. Δύσκολα ξεφεύγει, επίσης, από τη λογική της διαχείρισης του υπάρχοντος κάθε φορά κυρίαρχου συστήματος. Επιπρόσθετα, η ιστορική εμπειρία έχει δείξει πως υπάρχουν Κομμουνιστικά Κόμματα (Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας), τα οποία «πνίγηκαν» γέρνοντας τη «βάρκα» προς τη μεταρρυθμιστική πάλη. Ετσι - καθόλου τυχαία - η έμφαση στις μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του καπιταλισμού, θεωρείται ίδιον του οπορτουνισμού. Τα παραπάνω, κάλλιστα, θα μπορούσαν να αιτιολογήσουν τον τρόπο με τον οποίο μπαίνει το δίλημμα στις Θέσεις.

Εδώ, όμως, έχουμε πρόβλημα. Διότι υπάρχει μεταρρυθμιστική πάλη, η οποία, όντως, καταλήγει να είναι θεραπαινίδα του συστήματος. Υπάρχει, όμως, και μεταρρυθμιστική πάλη, η οποία προωθεί την επαναστατική. Τέτοια, που δίνει ώθηση στη συνέχιση των αγώνων, που βάζει καθυστερημένες μάζες σε κίνηση, που βοηθά στη ριζοσπαστικοποίησή τους. Το σύνολο του έργου του Λένιν, διακατέχεται απ' αυτήν την αντίληψη, αλλά αξίζει να παρατεθεί το εξής απόσπασμα:

«Θα ήταν εντελώς λαθεμένο να υποθέσει κανείς ότι για να διεξάγουμε τάχα άμεσο αγώνα για σοσιαλιστική επανάσταση, θα μπορούσαμε ή θα οφείλαμε να εγκαταλείψουμε τον αγώνα για μεταρρυθμίσεις. Σε καμιά περίπτωση. (...) Πρέπει να υποστηρίζουμε κάθε βελτίωση, κάθε πραγματική βελτίωση και της οικονομικής και της πολιτικής κατάστασης των μαζών. Η διαφορά ανάμεσα σε μας και τους ρεφορμιστές δε βρίσκεται στο ότι εμείς είμαστε κατά των μεταρρυθμίσεων, ενώ αυτοί είναι υπέρ. Κάθε άλλο. Αυτοί περιορίζονται στις μεταρρυθμίσεις και κατρακυλούν γι' αυτό (...) στο ρόλο "απλών νοσοκόμων του καπιταλισμού"» (τ. 30, σελ. 220).

Είναι άλλο πράγμα η ρεφορμιστική πάλη, που καταλήγει να απαρνείται την επαναστατική πάλη, και άλλο πράγμα η πάλη για μεταρρυθμίσεις, που δυναμώνει την επαναστατική πάλη. Εχω την αίσθηση ότι «μαζί με τ' απόνερα πετάμε και το παιδί». Η μεταρρυθμιστική πάλη είναι ένα σημαντικό όπλο. Σε αυτό το πλαίσιο το ΑΑΔΜ, όπως το είχε επεξεργαστεί - στις γενικές του αρχές - το 15ο Συνέδριο έβαζε σε σωστή κατεύθυνση αυτό το ζήτημα. Διότι, έδινε τη (θεωρητική τουλάχιστον) ευλυγισία στο Κόμμα να εναλλάσσει μορφές πάλης, να περνά από τον επαναστατικό αγώνα στη μεταρρυθμιστική δράση, να ανταποκρίνεται στο κάλεσμα των μαζών και να κερδίζει την έννοια της πρωτοπορίας στην πράξη.

Η σύγχυση αυτή των εννοιών της μεταρρύθμισης και της επανάστασης, οδηγεί σε δύο ακόμη προβλήματα: Την ταύτιση τακτικής - στρατηγικής και την αδυναμία σύνδεσης αυθόρμητης - συνειδητής πάλης των μαζών.

1. Για την ταύτιση τακτικής - στρατηγικής. Θεωρώντας πως η πάλη για μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του καπιταλισμού οδηγεί στο ρεφορμισμό, στην άρνηση, δηλαδή, της επαναστατικής πάλης, είναι λογικό τα ζητήματα της τακτικής να εξοβελίζονται στο επίπεδο της στρατηγικής.

Πώς εκφράζεται αυτό στις Θέσεις; Κύριο «εργαλείο», με το οποίο το Κόμμα θα επιδιώξει την είσοδο των μαζών στις κοινωνικές διεργασίες είναι η Λαϊκή Συμμαχία, της οποίας η πάλη «κατευθύνεται στην κατάκτηση της εργατικής λαϊκής εξουσίας» (Θέση 61). Ακριβώς, δηλαδή, ο στρατηγικός στόχος του ΚΚΕ. (Διότι, αν η εργατική λαϊκή εξουσία είναι κάτι διαφορετικό από το σοσιαλισμό τότε αφήνουμε ορθάνοιχτη την πόρτα για την ύπαρξη μεταβατικών σταδίων).

Σε αυτό το πλαίσιο, οι Θέσεις διατυπώνουν εξαρχής - και εντελώς βουλησιαρχικά - ότι η Λαϊκή Συμμαχία δε θα κατέβει στις εκλογές. Δηλαδή, δε θα εκφραστεί πολιτικά. Το πρώτο ερώτημα είναι πώς το ξέρουμε αυτό; Το δεύτερο είναι πώς γίνεται ένα μέρος του λαού, που μπορεί να διαφωνεί με το ΚΚΕ, αλλά να συμμετέχει στη Συμμαχία, να μη θέλει να εκφραστεί πολιτικά, με το πλαίσιο εκείνο με το οποίο συμφωνεί και εξαιτίας του οποίου εντάχθηκε στη Συμμαχία; Εκτός κι αν είμαστε βέβαιοι ότι αυτοί που θα συμμετέχουν εκτός ΚΚΕ, θα είναι ο κύκλος των στενών φίλων και οπαδών του Κόμματος, οι οποίοι εκφράζονται πολιτικά μέσω του Κόμματος. Θα ήταν, δε, περιττό να αναφερθώ στην αντίληψη της «καμιάς συνεργασίας» με άλλα κόμματα, θεώρηση που ο Λένιν απέρριψε απερίφραστα στο έργο του «Ο "Αριστερισμός", Παιδική Αρρώστια του Κομμουνισμού» (σελ. 52-76, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1986). (Και πάλι εδώ, να επισημανθεί ότι η αρνητική εμπειρία του κομμουνιστικού κινήματος, συμπεριλαμβανομένου του Κόμματός μας, σε αυτά τα ζητήματα, δεν πρέπει να οδηγήσει στην πλήρη απόρριψή τους).

2. Για τη σύνδεση αυθόρμητου - συνειδητού. Η ταύτιση τακτικής και στρατηγικής, σε συνδυασμό με τον «κάθετο» διαχωρισμό της μεταρρυθμιστικής δράσης από την επαναστατική πάλη, έχει άμεσες συνέπειες και στον τρόπο που παρεμβαίνουμε στις αυθόρμητες κινητοποιήσεις των μαζών. Η υπόθεση αυτή είναι εξαιρετικά λεπτή και απαιτεί ευλυγισία, γνώση των συνθηκών, του συσχετισμού των τάξεων και των πολιτικών τους εκφράσεων.

Δυστυχώς, πάνω στα ζητήματα της ανάλυσης των τάξεων, δε γίνεται ουσιαστική δουλειά. Δεν εντοπίζουμε τις διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό των τάξεων, τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της αστικής τάξης (τις οποίες μπορούμε να εκμεταλλευτούμε, προφανώς όχι στο πλαίσιο συνεργασιών), τη νέα κατάσταση των μεσαίων στρωμάτων, τους λόγους που το στρώμα των αυτοαπασχολούμενων εξακολουθεί να παραμένει εξαιρετικά ισχυρό παρά την κρίση κλπ. Η εκτενής στατιστική αναφορά (Θέσεις 13-14), για την κοινωνική σύνθεση των εργαζόμενων στρωμάτων μοιάζει ακαδημαϊκού περιεχομένου. Διότι, στη συνέχεια, δεν παρουσιάζουμε ποια πολιτικά κόμματα εκφράζουν ποιες τάξεις και ποια στρώματα της κοινωνίας. Ομως, μόνο αν πάρουμε υπόψη μας τα ξεχωριστά συμφέροντα των ξεχωριστών τάξεων και των κοινωνικών στρωμάτων, σε συνδυασμό με τους πολιτικούς φορείς που τα εκπροσωπούν, θα μπορούμε να χαράξουμε επαναστατική πολιτική.

Αυτή η λειψή ανάλυση, οδηγεί και στην αδυναμία παρέμβασης στις αυθόρμητες διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό των μαζών. Ετσι, οι Θέσεις, διακατέχονται από εξαιρετική ασυνέπεια στο εν λόγω ζήτημα. Από τη μια (Θέση 49) διατυπώνεται ότι «δεν έχει κατακτηθεί (...) η δυνατότητα να δρα το Κόμμα μέσα σε συνθήκες όπου και αυθόρμητα μπαίνουν λαϊκές μάζες και ο αντίπαλος έχει τη δυνατότητα να τις ενσωματώνει με τα τεράστια μέσα που διαθέτει». Από την άλλη, εκεί που εκφράστηκε πιο ολοκληρωμένα η παραπάνω διαπίστωση (στο λεγόμενο «κίνημα της πλατείας»), εμείς, του ασκούμε σκληρή κριτική (Θέση 25).

Ορισμένες φορές, μοιάζει να αγνοούμε ότι καθαροί συνειδητοί αγώνες δεν υπάρχουν. Οι περισσότερες από τις κινητοποιήσεις των εργαζόμενων και του λαού εμπεριέχουν στοιχεία αυθόρμητου, τα οποία, μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, κυριαρχούν έναντι των συνειδητών. Και εδώ έρχεται ο αναντικατάστατος ρόλος του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης.


Κωνσταντίνος Τρακόσας
ΚΟΒ Ριζοσπάστη


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ