Κυριακή 31 Γενάρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Η σοσιαλδημοκρατία σε δράση

Φαίνεται πως η αγριότητα της επίθεσης του κεφαλαίου, μέσω της πολιτικής των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων, την οποία εφαρμόζουν από κοινού σοσιαλδημοκρατικές ή "κεντροαριστερές" και νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση, "τρομάζει" ακόμη και υπερασπιστές του καπιταλιστικού συστήματος και της ίδιας της προώθησης της καπιταλιστικής ενοποίησης στην Ευρώπη. Ο "τρόμος" εστιάζεται στη μετατροπή της δυσαρέσκειας της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών, από την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, σε συνειδητή αμφισβήτησή της και κάτω από την όξυνση των αντιθέσεων να αναπτύσσεται η ταξική πάλη, έως την αμφισβήτηση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Επίσης, οι ρυθμοί της επίθεσης, η τακτική της βίαιης κατάργησης δικαιωμάτων, η ένταση της λιτότητας, που οξύνουν απότομα την ήδη δεινή θέση μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης και άλλων λαϊκών στρωμάτων, δημιουργούν μεγάλα προβλήματα σε ορισμένα τμήματα του κεφαλαίου - είναι αυτά που πρώτα πληρώνουν τις συνέπειες από την πτώση της λαϊκής κατανάλωσης - και κινδύνους, που σε συνθήκες κρίσης μπορεί να πάθουν ζημιά έως και καταστροφή, αν βρεθούν σε αδυναμία να εφαρμόσουν μέτρα αποτροπής των συνεπειών της κρίσης. Ανεξάρτητα αν συνολικά το κεφάλαιο ωφελείται. Για παράδειγμα, η αναντιστοιχία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση, με δεδομένη την καθολική επίθεση του κεφαλαίου στις λαϊκές μάζες, φέρνει σε δύσκολη θέση μέρος του βιομηχανικού αλλά και του εμπορικού κεφαλαίου, στη σφαίρα της κατανάλωσης. Ας μην ξεχνάμε, π.χ., μέτρα που εφαρμόστηκαν στην αυτοκινητοβιομηχανία, (μείωση χρόνου απασχόλησης και μισθών στην VW, προκειμένου να αντισταθμιστεί η πτώση των πωλήσεων, με μείωση του κόστους της συνολικής παραγωγής και μείωση της ίδιας της παραγωγής), χωρίς απώλειες κερδών, σαν μια παρέμβαση προκειμένου να μην πάθει μεγάλη ζημιά. Ετσι λοιπόν δεν είναι χωρίς βάση η προβολή μιας διαφορετικής πολιτικής διαχείρισης λιγότερο άγριας, που να μην οδηγεί με οξύτητα σε σύγκρουση τα μονοπώλια με την εργατική τάξη και τ' άλλα λαϊκά στρώματα. Βεβαίως, διαφορετικές πολιτικές διαχείρισης του καπιταλισμού υπήρξαν και υπάρχουν, αν και τα όρια μεταξύ των διαφόρων εκδοχών τους σήμερα τείνουν να εκλείψουν, αφού οι όποιες παραλλαγές τους δεν μπορούν πλέον να διακριθούν ούτε με πλαστές διαχωριστικές γραμμές στο πολιτικό επίπεδο σαν αυτή που συνεχίζει να προβάλλεται επίμονα, παρόλο που είναι ανύπαρκτη, ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και το νεοφιλελευθερισμό. Στο παρελθόν δοκιμάστηκαν διαφορετικές μορφές διαχείρισης, σε διαφορετικές από τις σημερινές συνθήκες εξέλιξης του καπιταλισμού, με άλλο συσχετισμό δυνάμεων στον παγκόσμιο στίβο, όταν η ύπαρξη και η δράση του σοσιαλιστικού συστήματος επιδρούσε σε τέτοιο βαθμό, που το εργατικό κίνημα των καπιταλιστικών κρατών αποσπούσε με τους αγώνες του κατακτήσεις σε δικαιώματα που σήμερα ανατρέπονται και καταργούνται. Η σοσιαλδημοκρατία μεταπολεμικά, στην αντιπαράθεση με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, εφάρμοζε κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις που ενίσχυαν και ανέπτυσσαν την κρατική παρέμβαση σε παραγωγικούς και άλλους τομείς της οικονομίας, στην παροχή δημοσίων κοινωνικών υπηρεσιών, (η σοσιαλδημοκρατία καυχιόταν για το "κράτος πρόνοιας"). Αποσκοπούσε δε στην ενσωμάτωση του εργατικού κινήματος στο σύστημα, στην άμβλυνση ή τη συγκάλυψη όσο γίνεται των ταξικών αντιθέσεων, κάτω και από τη μόνιμη απειλή οικονομικής κρίσης, η οποία θα μπορούσε να οξύνει τις αντιθέσεις ως το βαθμό που θα δημιουργούσε συνθήκες αμφισβήτησης της ίδιας της ύπαρξής του. Η μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατία, στην εποχή της πάλης ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον ιμπεριαλισμό, άσκησε πολιτική στην προοπτική αποτροπής της υπονόμευσης των θεμελίων του συστήματος, αλλά και στην προσπάθειά της να κάνει ελκτικό για τις λαϊκές μάζες το σύστημα, γνωρίζοντας ότι η κρίση είναι σύμφυτη με τον καπιταλισμό. Είναι η εποχή που το κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο, κάτω και από την πίεση του αντίπαλου στρατοπέδου, να ασκεί διαχειριστική πολιτική ενάντια ίσως σε κάποια κοντοπρόθεσμα συμφέροντα, προκειμένου να προστατεύει τα γενικά του μακροπρόθεσμα συμφέροντα, δηλαδή την ύπαρξη του και την εξουσία του.

Ταυτόχρονα, σε εκείνες τις συνθήκες, δεν υπήρχαν στο σημερινό μέγεθος και βαθμό προϋποθέσεις έντασης του μονοπωλιακού ανταγωνισμού για το μοίρασμα νέων αγορών, εδαφών, σφαιρών επιρροής, ενώ με την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων δημιουργήθηκε απότομα νέο πεδίο μοιράσματος, άρα και απότομη ένταση των ενδομονοπωλιακών ανταγωνισμών. Βεβαίως και τότε το σύστημα και η σοσιαλδημοκρατία δεν ενδιαφέρονταν για τη βελτίωση της κατάστασης των λαϊκών μαζών. Και τότε και τώρα το κύριο ήταν και είναι τα στρατηγικά συμφέροντα του κεφαλαίου, η σωτηρία του συστήματος.

Ασφαλιστικές δικλείδες για το σύστημα

Στις σύγχρονες συνθήκες επιβάλλεται από το κεφάλαιο η νεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης. Είναι όρος στις συνθήκες του ανταγωνισμού και της κρίσης. Ταυτόχρονα, παρά την υποχώρηση του εργατικού κινήματος, υποβόσκουν παρόμοιες σκέψεις και φόβοι, και φαίνεται ότι το σύστημα ψάχνει να δημιουργήσει και να χρησιμοποιήσει διάφορες δικλείδες ασφαλείας, που να μπορούν να συμβάλουν στην εκτόνωση της λαϊκής δυσαρέσκειας από την πολιτική για την ΟΝΕ. Η προβολή μιας πολιτικής διαχείρισης, που δε θα αμφισβητεί τα όρια του συστήματος, αλλά θα φαίνεται ότι αντιμάχεται τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, κάνει την εμφάνισή του στα κράτη - μέλη της ΕΕ, στην πορεία προς το τρίτο στάδιο της ΟΝΕ. Ο προσανατολισμός και το περιεχόμενο επίσης της ταξικής πάλης σε στόχους και διεκδικήσεις, που να μην υπονομεύουν, ως την προοπτική συνειδητής αμφισβήτησης, το σύστημα, με την προβολή μιας πολιτικής διαχείρισης, διαφορετικής από τη νεοφιλελεύθερη, μορφοποιείται όλο και πιο πολύ στους κόλπους της σοσιαλδημοκρατίας και της "νεοαριστεράς", στα κράτη - μέλη της ΕΕ. Προβάλλεται ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων για την πορεία της ΕΕ, που φαίνονται αντίθετες στο νεοφιλελευθερισμό (αντινεοφιλελεύθερες) λοιπόν, ασκώντας ταυτόχρονα κριτική στη σοσιαλδημοκρατία ή την "κεντροαριστερά". Προβάλλεται δε αυτή ως η διαχωριστική γραμμή στο πολιτικό επίπεδο, και μάλιστα τέτοιες μεταρρυθμίσεις θεωρούνται ως το μόνο πραγματικό περιεχόμενο της ταξικής πάλης, η οποία όμως δεν αμφισβητεί την κυριαρχία του κεφαλαίου, ούτε την πορεία της καπιταλιστικής ενοποίησης στην ΕΕ. Βεβαίως, η αστική τάξη δε χάνει τίποτα άλλο από την προπαγανδιστική προβολή μιας διαφορετικής πολιτικής διαχείρισης, η οποία φαίνεται να προσομοιάζει με αυτήν της περιόδου της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας, αφού στην προκειμένη περίπτωση και οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις εφαρμόζονται, και η δυσαρέσκεια των λαϊκών μαζών πιστεύουν ότι εμποδίζεται σε μεγάλο βαθμό να μετατραπεί σε συνειδητή ταξική πάλη για την αμφισβήτηση του ίδιου του συστήματος, μια και υποτίθεται πως υπάρχουν και φιλολαϊκές μορφές διαχείρισης. Επομένως συγκαλύπτεται η ταξική ουσία του πολιτικού προβλήματος που βρίσκεται στον πυρήνα των αντιθέσεων του καπιταλισμού, στην ύπαρξη της ανειρήνευτης συνύπαρξης της εργατικής τάξης και του κεφαλαίου και της μεταξύ τους πάλης, η οποία είναι μια συνεχής σύγκρουση διαμετρικά αντίθετων συμφερόντων, και η οποία πρέπει να εμποδιστεί να εκφραστεί συνειδητά από την εργατική τάξη και τ' άλλα λαϊκά στρώματα στο πολιτικό επίπεδο, δηλαδή η ταξική αντίθεση να εκφραστεί και σαν πραγματική πολιτική αντίθεση. Γιατί τότε δημιουργούνται συνθήκες και προϋποθέσεις αμφισβήτησης, όχι μόνο μιας μορφής διαχείρισης του καπιταλισμού, αλλά συνολικά της πολιτικής που συμβάλλει στη διαιώνισή του, και της ίδιας της ύπαρξής του. Αυτό πρέπει να αποτραπεί.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ