Κυριακή 31 Γενάρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Α. Τάσσος στην εφταετία 1967 - 1974

Ανάμεσα σε δυο χορδές, του άσπρου και του μαύρου

Του Σπύρου ΚΑΡΑΧΡΗΣΤΟΥ

Το πρωινό της 21ης Απριλίου 1967 βρήκε τον Α. Τάσσο μπροστά στην τελειωμένη ξυλογραφία του "Το μαρτύριο και ο θάνατος της Ηλέκτρας Αποστόλου", ένα φόρο τιμής στην ηρωική σύντροφο και καθοδηγήτριά του στην ΕΠΟΝ των χρόνων της Κατοχής και της Αντίστασης.

Το έργο αυτό είναι μια συνέχεια της προηγούμενης έκθεσής του το 1964, με τις μνημειακές συνθέσεις των "Λεπτομερειών του Εμφυλίου Πολέμου" και του "Αφιερώματος στην Αλίκη Τ.", έργα με τα οποία ο καλλιτέχνης προσεγγίζει για πρώτη φορά μετά το τέλος του Εμφυλίου, μια εποχή που τον καίει και θέλει να την καταγράψει. Αλλωστε στο έργο του Τάσσου ταυτίζονται πάντα τα όρια της καλλιτεχνικής δημιουργίας με τη βιωματική καταγραφή των γεγονότων πενήντα χρόνων, μέσα από μια ανεξάντλητη εικαστική και πνευματική διέγερση, στρατευμένος καθώς ήταν στους λαϊκούς αγώνες και στα ιδανικά τους.

Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και η εγκαθίδρυση της τυραννίας, ήταν για τον Τάσσο ένας εφιάλτης. Στο εργαστήριό του έφταναν πάντα, από τις φυλακές και τα κάτεργα, μηνύματα, πληροφορίες, μαρτυρίες: "Και μέσα στη συσσώρευση αυτή της αγωνίας", έλεγε, "σε κάποιες κορυφαίες στιγμές συγκινήσεων, χειριζόμουνα ένα θέμα κάτω από συνθήκες άμεσες. Προσπάθησα να τα κατοχυρώσω σε μια ένταση ποιότητας, έτσι που να ζήσουν μέσα στο χρόνο...".

Αμέσως χαράχτηκαν οι "Τρεις σκλάβοι" και τα "Αρπαχτικά πουλιά", σημείο εκκίνησης στις δαιδαλώδεις και σκοτεινές νύχτες της δικτατορίας. Τα Χριστούγεννα του '67 έως και την Πρωτοχρονιά του '68 χαράζει τα δύο "Αφιερώματα" στους κρατουμένους συντρόφους, το ένα στην Βάσω Κατράκη και το άλλο στον Μίκη Θεοδωράκη, και στις 7 Γενάρη 1968 το τρίτο "Αφιέρωμα", στον Γιάννη Ρίτσο, όλα με κεντρικό μοτίβο τα συρματοπλέγματα των στρατοπέδων συγκέντρωσης και τα καρφιά.

Στα επόμενα έργα αυτής της περιόδου υπάρχει σχεδόν μια ημερολογιακή καταγραφή γεγονότων, ενώ πολλά ντοκουμέντα έπεφταν στα χέρια του, προερχόμενα κι από τον ξένο Τύπο. "Μνήμη Τσε Γκεβάρα" το 1968 (αφορμή ένα εξώφυλλο του γαλλικού "L' Observateur", με το κεφάλι του δολοφονημένου μετά από βασανιστήρια Τσε Γκεβάρα), όπου χαράχτηκε αρχικά ο νεκρός και αργότερα πλαισιώθηκε από τις γυναίκες του "Πόνου" και της "Οργής" και από τους "Αρχαγγέλους" ως σύμβολα της ακατάλυτης Αντίστασης. Οι "Τυραννοκτόνοι" το 1969, μετά την απόπειρα του Αλέκου Παναγούλη, είναι "αφιερωμένο στην τιμή και τη δόξα των τυραννοκτόνων, από την εποχή του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα μέχρι τις μέρες μας και... μετά, αν χρειαστεί...". Οι συνθέσεις για το Βιετνάμ, εμπνευσμένες από την ηρωική αντίσταση των Βιετκόγκ, χαράχτηκαν το 1968, στο αποκορύφωμα της κλιμάκωσης των βομβαρδισμών από το αμερικανικό Πεντάγωνο. Η "Ελευθερία στη φωτιά" το 1970, ένα τρίπτυχο για τον φλεγόμενο Κωνσταντίνο Γεωργάκη στη Γένοβα, που τον περιστοιχίζουν ένα πλήθος, κυρίως γυναίκες - μάνες, σε άφωνη συμπαράσταση στην τραγική θυσία του νέου φοιτητή. Ο "Μαύρος ήλιος" το 1970, ένα ζοφερό τοπίο, συναισθηματική καταγραφή του κλίματος της εποχής, απάντηση του Τάσσου στη δήλωση ενός ομότεχνού του ότι ο ήλιος για κείνον εξακολουθεί να λάμπει το ίδιο όπως πριν. Το "Επιτύμβιο για τον Γκρέηκ και την Τζόαν" το 1971, για δύυ Αμερικανούς φοιτητές που αυτοκτόνησαν με τα καυσαέρια του αυτοκινήτου τους, διαμαρτυρόμενοι για τον βρόμικο πόλεμο στο Βιετνάμ... Τον Απρίλη του 1970 στέλνει τους "Τρεις σκλάβους" του στη Φλωρεντία, συμμετέχοντας στην 11η Διεθνή Μπιενάλε Χαρακτικής.

Ο Τάσσος δουλεύει ασταμάτητα, πυρετικά, πολύ πρωινές ώρες, και η χάραξη φτάνει σε πολύ προχωρημένο στάδιο. Εν συνεχεία, οι χαραγμένες πλάκες των ξύλων, σκεπασμένες με χαρτί κραφτ, φυγαδεύονται από το εργαστήριο της οδού Αρδηττού και κρύβονται για ασφάλεια, σε αποθηκευτικό χώρο στην περιοχή του Λυκαβηττού. Φυσικά δεν τυπώνονται ούτε καν δοκίμια, μια και είναι σταθερή η απόφασή του να απέχει από κάθε εκθεσιακή δραστηριότητα μέσα στο χώρο που ασχημονούσαν οι τύραννοι. Αλλωστε, μια έκθεση με έντονο αντιδικτατορικό περιεχόμενο ήταν έτσι κι αλλιώς αδιανόητη. "Η στάση μου εκείνη", θα πει αργότερα, "δεν είχε κανένα ηρωικό στοιχείο... Ηταν απλώς μια θέση μη αντοχής, αδυναμίας, αν προτιμάτε".

Το 1971 η χούντα γιόρταζε τα τέσσερα χρόνια εξουσίας της και οι απολογητές της έγραφαν ότι το όνομα του Γ. Παπαδόπουλου θα σφραγίζει επί δεκαετίες ολόκληρες τον ελληνικό δημόσιο βίο. Ακριβώς εκείνες τις μέρες ο Τάσσος προσκαλείται επισήμως από το υπουργείο Προεδρίας της Κύπρου να επισκεφθεί το Νησί. Ηταν εξάλλου ο μόνιμος σχεδιαστής των γραμματοσήμων της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον πρώτο χρόνο της ιδρύσεώς της και η επίσκεψή του αφορούσε και στο σχεδιασμό τεσσάρων γραμματοσήμων της Τουριστικής Σειράς που φιλοτεχνήθηκαν επιτόπου. Τον συνόδευε η Νίνα Ηλιοπούλου, διευθύντρια της "Ασπιώτη ΕΛΚΑ", η οποία και εξασφάλισε για τον Τάσσο το απαραίτητο ταξιδιωτικό έγγραφο, μιας και το διαβατήριό του του είχε αφαιρεθεί από το στρατιωτικό καθεστώς. Ο Τάσσος φορτώνει σ' ένα καράβι τους "Τρεις σκλάβους" του και τις μνημειακές συνθέσεις του '64, με κυρίαρχο το ένα από τα τρία αντίτυπα του τριπτύχου της "Λεπτομέρειας Εμφυλίου Πολέμου", το οποίο και επρόκειτο να προσφέρει στον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. "Αιχμηρός, επιθετικός, γεμάτος γωνίες, συρματοπλέγματα και καρφιά", ανοίγει την έκθεσή του (24 Μάη - 12 Ιούνη 1971) στην γκαλερί "Hilton" της Λευκωσίας, ερχόμενος επιτέλους σε επαφή με ελληνικό κοινό, που τόσο του είχε λείψει. Μπορεί η σκληρότητα του μαύρου - άσπρου, που ξεπερνούσε την αντοχή του μέσου θεατή, και οι μορφές του να έχουν μια ανείπωτη θλίψη, αλλά το μήνυμα έβγαινε καθαρό: "Θα επιβιώσουμε, σε πείσμα των τυράννων απανταχού της Γης". Είπε τότε στον Σοφιανό Χρυσοστομίδη: "Ναι, γεράσαμε πρόωρα, και η πείρα μας από τη ζωή και το θάνατο είναι μεγαλύτερη από την ηλικία μας...". Ο Πάτροκλος Σταύρου, υφυπουργός παρά τω Πρόεδρω της Κυπριακής Δημοκρατίας, έγραψε στον Κατάλογο της έκθεσης: "Η έκθεση και παρουσία του ζωγράφου και χαράκτη Α. Τάσσου στη Λευκωσία αποτελεί μέγα καλλιτεχνικό και πνευματικό γεγονός για την Κύπρο" - μια Κύπρο ταραγμένη από γεγονότα των χουντικών εγκαθέτων, απόπειρες κατά Μακαρίου, δολοφονία του σκοτεινού Γεωρκάτζη, στους δρόμους τα συνθήματα: "Θάνατος στο Μακά(β)ριο Μούσκο". Η προδοσία προετοιμαζόταν...

Με την επιστροφή του στην Αθήνα, νέος κύκλος συνταρακτικών γεγονότων έμελλε να αναταράξει τον τόπο και τον καλλιτέχνη. Η συγκίνηση από τον θάνατο του Γιώργου Σεφέρη, φίλου του σεβαστού από την εποχή της μετάφρασης και έκδοσης (1965) του "Ασματος Ασμάτων", αποτυπώθηκε στην ξυλογραφία "Μνήμη Γιώργου Σεφέρη", σχεδόν αμέσως μετά την πάνδημη (καθ' ομοίωσιν της κηδείας του Κωστή Παλαμά το 1943) κηδεία του μεγάλου ποιητή το 1971. Η σύλληψη της Αμερικανίδας κομμουνίστριας Αντζελας Ντέιβις το 1972 του εμπνέει ένα θαυμάσιο χαρακτικό με μνήμες αφρικανικών ειδωλίων, στο οποίο την απεικονίζει προφητικά με σπασμένες τις αλυσίδες. Τα τρία κορίτσια με τα λουλούδια στο "Μνήμη Παναγιώτη Ελή" (1973), συντρόφου δολοφονημένου στον Ιππόδρομο από τους χουντικούς. Με τη σειρά των "Ξερών δέντρων θ' ανθίσουν", το "Κορίτσι με το κλουβί", την "Αισιοδοξία" και τη σειρά με τις "Αρχόντισσες", προσθέτει μια "ευεργετική παρένθεση αισιοδοξίας από το βάρος των μεγάλων συνθέσεων και γεγονότων".

Ωσπου φτάνουμε στη μεγάλη έκρηξη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, και από τις 20 Νοέμβρη 1973, κάτω από τη φόρτιση των γεγονότων, ο Τάσσος ξεκινάει τη μεγάλη σύνθεση "17 Νοέμβρη 1973", που δουλεύει μέχρι το Σεπτέμβρη του 1975, μια μνημειακή σύνθεση 5,2 μ. χαραγμένη σε τρία τμήματα, που παραμένει στην αρχική της μορφή πάνω στις ξύλινες πλάκες.

Με το πραξικόπημα στην Κύπρο στις 15 Ιούλη 1974, καταστρέφεται στον βομβαρδισμό της Αρχιεπισκοπής το έργο "Λεπτομέρεια Εμφυλίου Πολέμου", που είχε δωρίσει στον Μακάριο. Χαράζει τη σύνθεση "Κύπρος 1974", η οποία κατόπιν γίνεται γραμματόσημο, "προσφυγόσημο", και με την πτώση της χούντας αρχίζει να ξαναδουλεύει εντατικά και να επεξεργάζεται και τα παλιότερα ξύλα, ενώ νέα έργα προστίθενται ("Συνταγματάρχης Σπύρος Μουστακλής", "Τα παιδιά της ασφάλτου", "Διομήδης Κομνηνός" κ.ά.), συνολικά εβδομήντα ξυλογραφίες που αποτελούν το υλικό της μεγάλης και υποβλητικής έκθεσης του Τάσσου στην Εθνική Πινακοθήκη, που ανοίγει στις 28 Νοέμβρη 1975 και μεταβάλλεται σε λαϊκό προσκύνημα. Για τα έργα της έκθεσης αυτής έγραφε ο Τάσσος στον τότε διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης, Δημήτρη Παπαστάμο: "Οι ειδικές ψυχολογικές συνθήκες των τελευταίων χρόνων, η αφόρητη και καθημερινή ταπείνωση της αξιοπρέπειας θα μπορούσαν να έχουν κυριολεκτικά εξοντωτικές συνέπειες, εάν δεν υπήρχε για μένα σαν μοναδικό στοιχείο επιβίωσης το καταφύγιο της πλαστικής έκφρασης. Ετσι ανάμεσα σε δύο χορδές, του άσπρου και του μαύρου, έγιναν αυτές οι συναισθηματικές καταγραφές...".Ο διάλογος με το μεγάλο κοινό είχε ξαναρχίσει...

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Μεγάλη έκθεση γραμματοσήμων και ντοκουμέντων (2017-10-08 00:00:00.0)
Εικονοπλάστης - υμνητής αγώνων, πόθων και παθών του λαού (2014-03-23 00:00:00.0)
Τέχνη από και για το λαό (2012-09-16 00:00:00.0)
Α. Τάσσος β' μέρος (2006-01-15 00:00:00.0)
Μουρ και Καπράλος στη Γλυπτοθήκη (2004-08-29 00:00:00.0)
Τι γίνεται με τα ελληνικά γραμματόσημα; (2000-04-01 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ