Κυριακή 31 Γενάρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 2
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ο θείος μου ο Τάσσος

Ο ΘΕΙΟΣ ΜΟΥ Ο ΤΑΣΣΟΣ

Του Μιχάλη ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Χαράς ευαγγέλια για μας τα παιδιά όταν ο θείος Τάσος - πρωτοξάδερφος του πατέρα μου - ερχόταν στο χωριό, τη Λευκοχώρα της Μεσσηνίας. Η αναγγελία και μόνο του ερχομού του, γύρω στο Πάσχα και πάλι στα μέσα του καλοκαιριού, δημιουργούσε κλίμα αδημονίας.

Ο θείος Τάσσος μάς υπεραγαπούσε. Εμείς τον θαυμάζαμε, όχι γιατί μπορούσαμε τότε ακόμα να εκτιμήσουμε το έργο του, αλλά γιατί ο λόγος του ήταν εκπληκτικά παραστατικός, μας μάγευε. Τον άκουγα με τις ώρες να συζητά με τους μεγάλους για πρόσωπα και πράγματα της πολιτικής ή της καθημερινότητας του χωριού και της Αθήνας. Η μνήμη μου είναι σφραγισμένη ακόμα με απίθανες λεπτομέρειες απ' αυτές τις συζητήσεις.

Ετσι γερμένος στην αγκαλιά της μάνας μου ένα βράδυ τον άκουγα θαμπωμένος. Κι αυτός, ξάφνου, μας σκιτσάρισε στα γρήγορα. Ετσι φτιάχτηκε η ξυλογραφία με θέμα τη μάνα και το παιδί. Αλλά και η γυναίκα με το γαϊδουράκι (θέμα ξυλογραφίας) είναι η μάνα μου, όπως και στα θέματαμε τους αγρότες την ώρα της συγκομιδής και του κολατσιού στο χωράφι αναγνωρίζω τους μπαρμπάδες, τις θείες μου και τους γονείς μου.

Ο θείος δεν ήταν μόνο καλός ομιλητής, αλλά και ένας υπέροχος ακροατής. Λέω υπέροχος, γιατί ήταν ο μόνος ενήλικος που άκουγε με τόση προσοχή τα παιδιά. Αργότερα, συνειδητοποίησα ότι ο καλλιτέχνης Τάσσος, εκείνες τις ώρες που κουβέντιαζε τόσο καταδεχτικά μαζί μας, τρυγούσε εικόνες από την παιδική ευαισθησία. Ετσι κι αλλιώς όλη του η ζωή ήταν εικόνες, πάλευε μαζί τους, βγάζοντας ό,τι θησαύριζε η ψυχή και το μάτι του πάνω στο χαρτί και στο ξύλο. "Βρε σεις, ξέρετε τι δουλιά κάνει ο μπάρμπας σας; Εκμεταλλευτείτε τον μωρέ! ", μας φώναζε. Δεν καταλαβαίναμε ακόμα τίποτα...

Ηταν το '68 ή το '69 - μέρες της χούντας. Τον θυμάμαι αφηρημένο, σκεφτικό και μελαγχολικό. Εμεινε κοντά μας όλο εκείνο το χειμώνα. Δούλευε ασταμάτητα δίπλα στο τζάκι, κάνονταςμεράκι τον καημό του πολιτικού αποκλεισμού. Κρατώ ζωντανό στη μνήμη μου το ρυθμό του σκαρπέλου, που σκάβοντας έδινε ζωή στο ξύλο. Κοίταζα όλος περιέργεια, περιμένοντας να δω κάθε νέα φιγούρα, που αποκάλυπτε με τις χοντρές του παλάμες, διώχνοντας χαϊδευτικά τις πελεκούδες από την επιφάνεια που δούλευε. Οταν σκάλιζε δεν ήθελε να τον αποσπάς, αλλά δε μας είχε πει ποτέ κακό λόγο. Πολλές φορές, έτσι άτακτος που ήμουν, τον ενοχλούσα. Τη "συνέτισή" μου την αναλάμβανε πάντα η μάνα μου. Και πάντα έτσι, ώστε να μη μας ακούει ο θείος. Τον στεναχωρούσε να μαλώνουν τα παιδιά.

Τα καλοκαίρια, γύρω στον Ιούλη, όλες οι αγροτικές δουλιές καλμάριζαν. Οι περισσότερες αγροτικές οικογένειες κατεβαίναμε στην παραλία Βελίκα, με τους αμμόλοφους, και μέναμε για μέρες σε καλύβες καμωμένες από σταφιδόπανα ή λιόπανα κοντά στη θάλασσα. Ανάμεσα στη δική μας και του μπάρμπα μου στήναμε και την καλύβα του θείου. Τον θυμάμαι σκυφτό στο ντοσιεδάκι του να σκιτσάρει καθισμένος στην άμμο.

Στην Αθήνα έμεναν στο Μετς, απέναντι από το κολυμβητήριο. Δε διάλεξαν τυχαία την περιοχή. Οι περισσότερες γκραβούρες της παλιάς Αθήνας έγιναν από εκείνη τη θέση. Με θέα την Ακρόπολη και τους στύλους του Ολυμπίου Διός. Παλιότερα ο θείος έμενε στον Αγιο Σώστη στα προσφυγικά του Νέου Κόσμου. Τον θυμάμαι να μιλάει με θαυμασμό για τις προσφυγοπούλες, έτσι όπως έβγαιναν πανέμορφες και στολισμένες μέσα από τις παράγκες. Αυτές ήταν τα μοντέλα του για τη θεματική σειρά των ξυλογραφιών "οι αρχόντισσες".

Συγκρατώ καθαρά τις εικόνες της πλατιάς χαράς του, όταν κάθονταν μαζί μας στα τσιμπούσια για ν' ακούσει "τραγούδια της τάβλας" και να μας δει να χορεύουμε ή τα γέλια όλης της παρέας από την κομψή του σάτιρα στο καφενείο "Η ΛΕΣΧΗ", όπου γινόταν η πρώτη μας συνάντηση μετά τον ερχομό του στο χωριό.

Το πολιτιστικό κίνημα, η ΠΑΠΟΚ για τον Τάσσο ήταν όραμα ζωής. Μεγάλος πια, είχα εγκατασταθεί στην Αθήνα. Εγινα φωτογράφος και ο θείος ήταν κατευχαριστημένος, που πήρα ένα από τα μονοπάτια της τέχνης. Πήγα να παρακολουθήσω το συνέδριο όλων των πολιτιστικών φορέων που είχε οργανωθεί στην Πάντειο. Πριν την έναρξή του, ανταμώσαμε και ανταλλάξαμε πέντε βιαστικές κουβέντες. Υστερα ανέβηκε στο βήμα. Χειμαρρώδης όπως ήταν, μίλησε περισσότερο από μια ώρα - και πάντα εκτός κειμένου. Στο διάλειμμα ξανανταμώσαμε. "Πού ήσουνα, πότε ήρθες;", με ρώτησε. Τόσο απορροφημένος ήταν, που έχασε τη συνέχεια. Τον κυβερνούσε το όραμα. Κι αυτός του έδινε όλη του την ψυχή.

Σήμερα κοιτάζω το φωτογραφικό του αρχείου και εκπλήσσομαι από τη γοητεία της ματιάς του. Ολη η εικαστική του εμπειρία, διαπερνά το φωτογραφικό του έργο. Αλλά ποιος το γνωρίζει;... Περνώντας ο χρόνος, φουντώνει μέσα μου η επιθυμία να χρηματοδοτήσω, έστω και μόνος, μιαν έκδοση του φωτογραφικού του έργου. Δεν πρέπει να χαθεί. Ανήκει κι αυτό σε όλους μας. Γιατί ο θείος μου, με το έργο του, απέκτησε την πιο βαθιά ανθρώπινη συγγένεια με όλο τον κόσμο...

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Ολοκληρώνεται την Κυριακή η έκθεση με έργα του Α. Τάσσου(2015-04-04 00:00:00.0)
Το ψυγείο(2010-03-04 00:00:00.0)
Δυο φλιτζάνια καφέ(2008-01-05 00:00:00.0)
Τέχνη αγώνων και μαρτυρίων(2002-05-18 00:00:00.0)
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ(1999-05-19 00:00:00.0)
Δούλευε ασταμάτητα(1999-01-31 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ