Κυριακή 31 Γενάρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Η ψυχή είναι που μετράει

Συζήτηση με τον ηθοποιό Σπύρο Λασκαρίδη

Τα άσπρα του μαλλιά δεν αφαιρούν καθόλου από τη ζωντάνια, την αισιοδοξία και το χαμόγελο ενός ανθρώπου, που μιλάει για "τη μαμά και τον μπαμπά" και τα μάτια του λάμπουν ακόμη από χαρά και ζεστασιά, σα να μην τους έχει πάρει ο χρόνος. Ακόμη κι όταν τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα για τον εξόριστο αδελφό του, τον άλλο του αδελφό που πάτησε μια νάρκη, τη γιαγιά και τον παππού που βοηθούσαν τους πρόσφυγες, για τις δυσκολίες που έζησε προσπαθώντας να σπουδάσει θέατρο, που τόσο αγαπούσε, αισθάνεσαι ότι έχεις απέναντί σου έναν άνθρωπο νέο και δυνατό. Πώς ξετυλίγονται τόσες μνήμες, μέσα από τα πισωγυρίσματα του χρόνου και πόσο αλήθεια μοιάζουν με κάποιο παραμύθι, όταν ο χρόνος έχει γιατρέψει τις πληγές από τον προσωπικό αγώνα επιβίωσης.

Ο Σπύρος Λασκαρίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1923. "Ο μπαμπάς - θυμάται ο Σπύρος Λασκαρίδης - τραγουδούσε πολύ ωραία. Μαζεύονταν οι φίλοι, λαϊκοί άνθρωποι της γειτονιάς, και γίνονταν τέτοια όμορφα, αυθόρμητα γλέντια. Από τον πατέρα μου κληρονόμησα την καλή φωνή και... το ζάχαρο", λέει χαμογελώντας. "Ημασταν τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι. Πολύ αγαπημένη και δεμένη οικογένεια. Περάσαμε δύσκολα χρόνια. Ο Λεωνίδας εξορία γιατί ήταν κομμουνιστής, ο άλλος ο αδελφός μου, δύο μέρες παντρεμένος, πάτησε νάρκη και σκοτώθηκε". Η φωνή του ραγίζει από τον πόνο, αλλά συνεχίζει. "Η αδελφή μου η Φροσούλα στο Διδυμότειχο παντρεύεται με τον Γιάννη Αλεξανδρίδη, κι αυτός κομμουνιστής, και της έδιναν 90 δρχ. σύνταξη. Εγώ κατέβηκα στην Αθήνα το 1944. Πριν φύγω για την Αθήνα, μπαίνω σ' ένα εργοστάσιο καρφιών - καλή του ώρα του ανθρώπου αν ζει - έβγαλα μερικά λεφτά για να 'ρθω με το τρένο στην Αθήνα. Στο σταθμό, μια κυρία μου λέει: "Σε παρακαλώ, αγόρι, με βοηθάς να μεταφέρω τα πράγματα". Τη βοήθησα πράγματι και μου έδωσε μια κονσέρβα σόγια που έδιναν μετά την Κατοχή. Ετσι ήρθα στον θείο μου. Ερχόμενος εδώ κουράστηκα πάρα πολύ. Εμεινα στον θείο μου προσωρινά γιατί ήθελα να σπουδάσω. Αλλά μ' έδιωξε η θεία μου γιατί είχε δύο παιδιά. Αντε πίσω στη Θεσσαλονίκη. Ξαναγύρισα, όμως, στην Αθήνα. Από κει άρχισε ο αγώνας. Πολλή φτώχεια. Και μαθημένος διαφορετικά, ένιωσα πάρα πολύ άσχημα. Η θεία μου ήταν πολύ πλούσια. Με έβαζε να τινάζω τα χαλιά της για ένα πιάτο φαϊ. Τι κάνω εδώ, σκέφτηκα. Θα χτυπήσω μια πόρτα και θα βρω μια δουλιά και πήγα και μου 'δωσαν μια σαλάτα. Και ήμουν καλά. Επαιρνα τα ρουχαλάκια μου και πήγαινα στο Μοναστηράκι, που είχε κάποια λουτρά, έκανα το μπάνιο μου, έπλενα τα ρούχα μου. Μιάμιση δραχμή είχε το σαπούνι. Δεν απελπιζόμουν όμως. Χαιρόμουν, γιατί με ένα κρασάκι και λίγο μπακαλιάρο μπορούσα να πάρω την κιθάρα μου και να τραγουδήσω τα παλιά εκείνα ωραία τραγούδια".

Η θεατρική του πορεία

Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.Σπούδασε επίσης χορό. Χόρεψε ως σολίστ στο χορόδραμά του "Ο Σάπφειρος" με μουσική Αργύρη Κουνάδη και σκηνικά - κοστούμια Νίκου Χατζηκυριάκου - Γκίκα.

Ηταν μόλις 27 χρόνων. Θυμάται την ιστορία του "Σαπφείρου". "Είχα ένα ξάδελφο, που ήταν μαέστρος, και του λέω έχω ένα σενάριο και θέλω να πάω να βρω τον Μάνο Χατζιδάκι.Πράγματι μου έδωσε τη διεύθυνση και πήγα. Ο Μάνος ενθουσιάστηκε με το σενάριο, γιατί ήταν ένα πολύ ωραίο παραμύθι. Αλλά τον πήραν φαντάρο. Επειδή είχε, όμως, καρδιά το γλιτώνει. Πριν φύγει μου λέει, θα σε στείλω σε κάποιον. Με έστειλε στον Αργύρη Κουνάδη.Προηγουμένως πήγα, θρασύτατος όπως ήμουν σα νέος, στον Χατζηκυριάκο - Γκίκα.Δέχτηκε και μου έκανε τα σκηνικά. Ετσι, ανέβηκε, στο "Ρεξ" στις 26 - 5 - 1950, μετά στο θέατρο "Ολύμπια" της Λυρικής Σκηνής στις 5 - 3 - 51 και στη Λίμνη Βουλιαγμένης στις 8, 15, 22 - 9 - 1951".

Πριν από αυτό, αμέσως μόλις τελείωσε τη Δραματική Σχολή και πριν φύγει για Αμερική με την Κατίνα Παξινού,όπου θα παρουσίαζαν τον "Οιδίποδα Τύραννο",έπαιξε με την Σοφία Βέμπο στην επιθεώρηση.

Ελαβε μέρος και στο Φεστιβάλ Δελφών με τα μπαλέτα της Ραλούς Μάνου,στους πρωταγωνιστικούς ρόλους Ηφαίστου, Επιμηθέως και στις έξι λαϊκές ζωγραφιές του Μάνου Χατζιδάκι,στη Λίμνη της Βουλιαγμένης.

Αυτοδίδακτος ζωγράφος

Ανήσυχος και αναζητώντας διαρκώς τρόπους έκφρασης, άρχισε να ασχολείται και με τη ζωγραφική, από το 1947. Ως αυτοδίδακτος ζωγράφος πρωτοεμφανίστηκε με ατομική του έκθεση στη Θράκη το 1965. Τον επόμενο χρόνο συμμετέχει σε ομαδική έκθεση στην Αθήνα με κριτική επιτροπή τους Γ. Τσαρούχη, Α. Κοντόπουλο και Μ. Βαϊάνο.Δεύτερη ατομική έκθεση πάλι στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το 1967. Τα περισσότερα έργα που παρουσίασε στην έκθεση εκείνη είχαν σαν θέμα παλιά σπίτια και τοπία, που ζωγραφίστηκαν κατά τις περιοδείες του με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας,με το οποίο συνεργάστηκε για αρκετά χρόνια.

Από τότε που αποφοίτησε από τη σχολή, σχεδόν πενήντα χρόνια τώρα, δούλευε κάθε χρόνο. "Με το πρώτο μπουλούκι που θα έβρισκα, τα πρώτα χρόνια της καριέρας μου, θα έφευγα για να βγάλω το ψωμί μου. Συνεργάστηκα με πάρα πολλούς και αξιόλογους ηθοποιούς. Πάντα θυμάμαι και ευγνωμονώ τους σπουδαίους δασκάλους που είχα. Είμαι ευχαριστημένος με όσα έκανα, όμως αυτό που δεν έχω ξεπεράσει ακόμη και τώρα είναι το τρακ. Πιστεύετε ότι το έχω ακόμη;".

"Μόνο τα τελευταία δύο χρόνια δε δούλεψα γιατί έπεσα και χτύπησα και μου ανέβηκε και το ζάχαρο μετά το θάνατο των αδελφών μου. Τώρα έχω μόνο τον έναν μου αδελφό, τον Αλέκο, που είναι μουσικός και έχει δικό του Ωδείο. Ομολογώ ότι μου λείπει το θέατρο. Εχω, ίσως, τη λαχτάρα να υπάρξω ακόμα. Μιλάνε μερικοί για τη μοναξιά. Οταν έχω ένα κείμενο και βγάζω ένα χαρακτήρα μέσα από αυτό, ή έχω ένα άσπρο πανί και "φέρνω" το νησάκι που δεν μπόρεσα να πάω λόγω οικονομικών δυσχερειών και βάζω και τους γλάρους μου και ξεχνιέμαι για μια στιγμή μέσα στο σπίτι μου, δεν είμαι μόνος".

Σε ερώτηση για το αν η σύνταξη τού φτάνει για να ζήσει, με αξιοπρέπεια δηλώνει: "Ζω και μ' αυτά που έχω. Δεν γκρινιάζω. Και ζω και πολύ όμορφα. Εχω φιλαράκια, καθόμαστε εδώ έξω, βάζουμε καμιά μουσικούλα, ψήνουμε στα κάρβουνα κάτι, πίνουμε το κρασάκι μας και όλα είναι όμορφα. Η ψυχή είναι αυτή που μετράει παιδί μου. Αν δεν την έχεις, εκατομμύρια να έχεις, με τίποτε δεν είσαι ευτυχισμένος. Εχω κερδίσει την αγάπη των ανθρώπων, έπαιξα μεγάλους ρόλους, έχω κερδίσει τη συγκίνηση από την αγάπη των φίλων μου. Μόνα χαμένα είναι τα χρόνια που έφυγαν. Θα ήθελα να έχω άλλα τόσα και θέλω να έχω τις δυνάμεις μου, για να ξαναβγώ στη σκηνή, στην Επίδαυρο, στη Θάσο".

Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ