Το αποτέλεσμα του γαλλικού δημοψηφίσματος στις 20 Σεπτέμβρη 1992 ήρθε για να προστεθεί στο «όχι» που είπαν οι Δανοί στο δικό τους δημοψήφισμα αντανακλώντας μια γενικευμένη δυσαρέσκεια κατά της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Οι ιθύνοντες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, θορυβημένοι τόσο από τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων, όσο και από την εν εξελίξει κρίση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος υποχρεώνονται σε αναδίπλωση. Οι περισσότεροι απ' αυτούς ανοίγουν το κεφάλαιο της «αναθεώρησης» της Συνθήκης. Υπόσχονται ότι τα «ενοχλητικά» άρθρα της Συνθήκης και ιδιαίτερα αυτά που αφορούν στις συνέπειες για τους εργαζόμενους και τους αγρότες θα «αναθεωρηθούν». Εκπλήρωσαν μεν την υπόσχεσή τους, αλλά η «αναθεώρηση» που έγινε με τη Συνθήκη του Αμστερνταμ οδήγησε σε περισσότερο αντεργατικές και αντιαγροτικές πολιτικές.
Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και το ΠΑΣΟΚ, ο Συνασπισμός και η Πολιτική Ανοιξη, απέρριψαν την πρόταση του ΚΚΕ για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος και στη χώρα μας. Υποστηρίζοντας ότι η πλειοψηφία τους στη Βουλή αντανακλά τη θέληση του ελληνικού λαού ψήφισαν, τον Ιούλη 1992, με συνοπτικές διαδικασίες τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Ομως, το αποτέλεσμα των δημοψηφισμάτων στη Δανία και τη Γαλλία έδωσε απάντηση στο επιχείρημα των εγχώριων θιασωτών του Μάαστριχτ. Και στις δυο περιπτώσεις τα ποσοστά του «όχι» ήταν πολύ μεγαλύτερα των κοινοβουλευτικών ποσοστών των κομμάτων που τάχτηκαν κατά της Συνθήκης.