Πέμπτη 25 Γενάρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
Στην Ευρώπη του Μάαστριχτ
Σταθερότητα στην εκμετάλλευση των εργαζομένων και στα κέρδη

Η Κομισιόν ενέκρινε το Πρόγραμμα Σταθερότητας της κυβέρνησης και συστήνει ακόμη σκληρότερη δημοσιονομική πολιτική  και επιτάχυνση των «διαρθρωτικών αλλαγών»  

ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ (του ανταποκριτή μας ΒΗΣ. ΓΚΙΝΙΑ).-

«Φιλόδοξο» σχετικά με τη μακροοικονομική ανάπτυξη, «υπερεκτιμημένο» για τον πληθωρισμό και «διστακτικό» στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας και της κοινωνικής ασφάλισης, χαρακτηρίζει η Κομισιόν το ελληνικό Πρόγραμμα Σταθερότητας (ΠΣ) για την περίοδο 2000-2004, που υιοθετήθηκε χτες στις Βρυξέλλες και θα πρέπει να εγκριθεί από το Συμβούλιο ΕΚΟΦΙΝ στις 12 Φλεβάρη.

Πρόκειται για το Πρόγραμμα που η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε το Δεκέμβρη του 2000 στα πλαίσια των υποχρεώσεων του «Συμφώνου Σταθερότητας» του Μάαστριχτ και ενόψει της υιοθέτησης του ευρώ από την 1/1/2001. Είναι και το πρώτο πρόγραμμα «σταθερότητας» της Ελλάδας, η οποία την προηγούμενη δεκαετία υπέβαλε προς έγκριση των Βρυξελλών πρόγραμμα «σύγκλισης», στα πλαίσια πάντα, των δεσμεύσεων και των επιταγών της ΟΝΕ του Μάαστριχτ. Η διαφορά συνίσταται στην πραγματική, πλέον, δέσμευση της χώρας στους «ρυθμούς» των οικονομιών της ζώνης ΟΝΕ, αφού εκτός από την «πρόβλεψη» και τους «στόχους» - δεσμεύσεις, το σύνολο της ελληνικής οικονομίας πρέπει να δίνει καθημερινά εξετάσεις στις Βρυξέλλες. Αυτός είναι και ο λόγος που η Κομισιόν «αξιολογώντας» το κυβερνητικό ΠΣ, το ενέκρινε μεν, συνιστώντας το προς έγκριση στο ΕΚΟΦΙΝ, αλλά θέλοντας να προστατέψει τα συμφέροντα του ευρώ και της ζώνης ΟΝΕ αμφισβητεί, ουσιαστικά, τη μικροκομματική «αισιοδοξία» της κυβέρνησης, επιμένοντας στην «ανάγκη πειθαρχίας» και «δέσμευση συνέχισης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».


Παπαγεωργίου Βασίλης

Οπως δήλωσε και ο αρμόδιος επίτροπος, Ισπανός Π. Σόλμπες, σχετικά με το ελληνικό ΠΣ «το μήνυμα προς τις ελληνικές αρχές είναι ότι απαιτείται σφιχτή δημοσιονομική πολιτική». Γιατί, όπως τόνισε χαρακτηριστικά, «δεν επιτρέπεται καμία χαλάρωση, δεδομένου του συνεχούς συντονισμού των οικονομικών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) και των σοβαρών δευτερογενών επιπτώσεων που μπορεί να έχουν οι οικονομικές πολιτικές ενός κράτους - μέλους για το σύνολό της ζώνης ευρώ».

Η Κομισιόν ενέκρινε χτες πέντε Προγράμματα Σταθερότητας. Της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Ιρλανδίας, με την επιταγή για «συνέχιση και εντατικοποίηση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, γιατί πρώτα θα μειωθούν τα δημόσια χρέη και μετά θα γίνουν οι φορολογικές ελαφρύνσεις». Και απηύθυνε «σύσταση» προς την Ιρλανδία, η οποία με ετήσια ανάπτυξη 8% προχώρησε σε μείωση των φορών μέχρι και 12,5%, ανά τομέα και περιοχή. Ως αποτέλεσμα, ο πληθωρισμός εκτινάχτηκε στο 5,6% και η Ιρλανδία βρέθηκε κατηγορούμενη για «αθέμιτο ανταγωνισμό» από τους υπόλοιπους «εταίρους».

Αυτή είναι η ΟΝΕ του Μάαστριχτ: «πολυμερής εποπτεία» στην πανευρωπαϊκή εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας, αλλά με απόδοση κερδών σύμφωνα με την ηγεμονική ιεραρχία από τις ευρωπαϊκές «μεγάλες δυνάμεις» μέχρι την Ελλάδα, που είναι η πιο φτωχή χώρα της ΕΕ και κάθε μέρα φτωχαίνει όλο και πιο πολύ.

Το κυβερνητικό Πρόγραμμα Σταθερότητας

Σύμφωνα με την Κομισιόν «οι μακροοικονομικές προβλέψεις του ελληνικού Προγράμματος Σταθερότητας, κρίνονται φιλόδοξες, κινούμενες στα ανώτερα επίπεδα των δυνατοτήτων». Και αυτό παρόλο που η ίδια η κυβέρνηση παρουσίασε και ένα «εναλλακτικό σενάριο» χαμηλότερων προσδοκιών για την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ. Αμφιβολίες εκφράζονται από την Κομισιόν και για το σύνολο της δημοσιονομικής πολιτικής που υπέβαλε η κυβέρνηση ως «στόχο» για την επόμενη τετραετία.

Το δημόσιο χρέος «εξακολουθεί να είναι υψηλό», υπάρχει «ανεπαρκής» πρόβλεψη για κινδύνους πληθωριστικών πιέσεων, ενώ δεν ελέγχονται «σαφώς και δεσμευτικώς» οι τρέχουσες πρωτογενείς δαπάνες. Οπως αναφέρει η Κομισιόν: «Τα υψηλά πρωτογενή πλεόνασμα είναι αναγκαία για τη σταθερή μείωση του δείκτη του δημόσιου χρέους, ο οποίος εξακολουθεί να είναι υψηλός και για την προετοιμασία αντιμετώπισης μελλοντικών προκλήσεων, κυρίως δε της δημοσιονομικής επιβάρυνσης που συνεπάγεται η γήρανση του πληθυσμού. Στη στρατηγική της δημοσιονομικής προσαρμογής πρέπει να συμπεριληφθεί ο αυστηρότερος έλεγχος των πρωτογενών δαπανών, με στόχο τη μείωση δείκτη των τρεχουσών δαπανών επί του ΑΕΠ.

- Οι προοπτικές για τον πληθωρισμό στο πρόγραμμα σταθερότητας φαίνεται να υποεκτιμούν τους κινδύνους υπερθέρμανσης της ελληνικής οικονομίας, σε ένα περιβάλλον ζωηρής δραστηριότητας και χαλαρότερων νομισματικών συνθηκών. Με τα δεδομένα αυτά, η δημοσιονομική πολιτική ίσως αποδειχθεί ανεπαρκώς αυστηρή για την αντιμετώπιση των πιθανών πληθωριστικών πιέσεων.

- Κατά συνέπεια, η Επιτροπή επαναλαμβάνει τη σύσταση που ήδη περιέχεται στην απόφαση του Συμβουλίου για το επικαιροποιημένο πρόγραμμα του 1999 και τη σύσταση στους Γενικούς Προσανατολισμούς Οικονομικής Πολιτικής για τη θέσπιση σαφών και δεσμευτικών κανόνων, με σκοπό τη διασφάλιση του ελέγχου των τρεχουσών πρωτογενών δαπανών».

Οι δεσμεύσεις της ΟΝΕ για την Ελλάδα δεν αφορούν, βέβαια, μόνο τον «ανταγωνισμό» του κεφαλαίου, αλλά, κυρίως, τις σχέσεις κεφαλαίου - μισθωτής εργασίας, παρόλο που τα εργασιακά είναι, προς το παρόν, «ευθύνη» των εθνικών κυβερνήσεων. Η Κομισιόν επισημαίνει ότι: «Η Ελλάδα έχει ήδη προβεί σε ορισμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, προσφάτως λήφθηκαν μέτρα για τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, ενώ για το 2001 ανακοινώθηκε μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Η Επιτροπή θεωρεί ότι μια τολμηρότερη προσέγγιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας θα αποβεί προς όφελος της ελληνικής οικονομίας».

Αυτό θα είναι και το «πλαίσιο» ανταγωνισμού «αυστηρότητας» Βρυξελλών και Αθηνών σε βάρος των Ελλήνων εργαζομένων για την επόμενη τετραετία.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ