Παρασκευή 30 Δεκέμβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Χαφιέδες και φάκελοι από το 1998
  • Χρόνια πριν τους «δίδυμους πύργους», η ΕΕ είχε αποφασίσει παρακολουθήσεις
  • Πώς πάρθηκαν οι πρώτες αποφάσεις, πώς οικοδομήθηκε η ρουφιανομηχανή με νέα, εξειδικευμένα μέτρα
  • Καταγράφονται οι πολιτικές απόψεις όχι μόνο όσων σταμπάρονται ως «τρομοκράτες», αλλά και των «ριζοσπαστών»

Παπαγεωργίου Βασίλης

Για όσους επιμένουν να διατηρούν αυταπάτες περί της καλής ΕΕ που κατά καιρούς παρασύρεται από τις κακές ΗΠΑ και παίρνει αντιδραστικά μέτρα, ή για όσους επίτηδες πασχίζουν να καλλωπίζουν το πραγματικό πρόσωπο των Βρυξελλών, τα μαντάτα είναι άσχημα...

Ολο και συχνότερα αποκαλύπτονται στοιχεία για τα αντιδραστικά, χαφιεδίστικα μέτρα που πήραν και παίρνουν οι κυρίαρχες σήμερα πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη. Μέτρα για παρακολουθήσεις και φακέλωμα ακόμα και των πιο ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Δεδομένων που έχουν να κάνουν με το πολιτικό φρόνημα, τις κοινωνικές απόψεις, την κατάσταση της υγείας, ακόμα και τις σεξουαλικές προτιμήσεις των υπηκόων της ΕΕ. Και φυσικά προβλέπουν την παράδοσή τους στις ΗΠΑ.

Επιπλέον τα μέτρα αυτά δεν πάρθηκαν «εσπευσμένα», «αναγκαστικά» και κατόπιν του χτυπήματος στη Ν. Υόρκη το 2001. Ηταν στο μυαλό των κυβερνώντων ίσως και δέκα χρόνια πίσω, και αποτυπώθηκαν στο χαρτί ήδη από το 1998, όπως δημοσιοποιεί σήμερα ο «Ρ», με σκοπό τους τι άλλο, παρά τη θωράκιση της άρχουσας τάξης απέναντι στη διογκούμενη, από την εφαρμοζόμενη πολιτική, λαϊκή δυσαρέσκεια.

Εν αρχή...

Στις 18 Ιούλη 1995 υπογράφτηκε από το Συμβούλιο της ΕΕ η «Σύμβαση για την Γιούροπολ», το γενικό πλαίσιο δηλαδή γι' αυτήν την ευρωενωσιακή υπεραστυνομία (Europol). Καθότι όμως οι ανάγκες της άρχουσας τάξης ήταν συγκεκριμένες και μεγάλες, οι αρμοδιότητες της υπηρεσίας άρχισαν γρήγορα να αυξάνονται και να εξειδικεύονται προς το αντιδραστικότερο, με μια σειρά «πράξεων» του Συμβουλίου.

Οι «πράξεις» άρχισαν να εκδίδονται από το 1998. Ενα σημαντικότατο τέτοιο κείμενο υπογράφτηκε από το Συμβούλιο της ΕΕ στις 3 Νοέμβρη εκείνου του χρόνου, με τίτλο «περί εγκρίσεως των κανόνων των εφαρμοστέων στα αρχεία της Europol». Τα όσα προέβλεπε άρχισαν να ισχύουν επισήμως από την 1η Γενάρη 1999.

Από το άρθρο 1 ακόμα, οι ηγέτες της ΕΕ έλεγαν τα πράγματα ξεκάθαρα:

«α) με τον όρο "δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα", νοείται κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, ως πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί λογίζεται το πρόσωπο εκείνο που μπορεί να προσδιοριστεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από φυσική, βιολογική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική άποψη (...)

γ) με τον όρο "ανάλυση", νοείται η συγκέντρωση, επεξεργασία ή χρήση των δεδομένων προς υποβοήθηση έρευνας δίωξης του εγκλήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παράγραφος 2 της Σύμβασης (σ.σ.: αναφέρεται στην κάπως πιο γενικόλογη Σύμβαση για τη σύσταση της Europol, την οποία ήρθε να εξειδικεύσει το Συμβούλιο της ΕΕ με την «πράξη» αυτή, όπως και άλλες)

δ) με τον όρο "επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", "επεξεργασία", νοείται κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιούνται, με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων διαδικασιών και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η τροποποίηση, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η ανακοίνωση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η εναρμόνιση ή ο συνδυασμός, καθώς και το κλείδωμα, η διαγραφή ή η καταστροφή».

Το άρθρο 5 άφηνε από τότε ανοιχτό το «παραθυράκι» για φακέλωμα ακόμα πιο «ευαίσθητων» στοιχείων:

«Η Europol πρέπει επίσης να διευκρινίζει στην εντολή αυτή (σ.σ.: για «δημιουργία αρχείου εργασίας προς ανάλυση», όπως λέγεται κομψά ο φάκελος στην ΕΕ) κατά πόσον μπορούν να περιληφθούν στο εν λόγω αρχείο δεδομένα που έχουν σχέση με τη φυλετική καταγωγή, τις θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις, τα πολιτικά φρονήματα, τη σεξουαλική ζωή ή την υγεία (...)».

Κοιτούν και τα δόντια!

Στο άρθρο 6 αποσαφηνίζει ότι τα στελέχη της Europol μπορούν να πραγματοποιούν «επεξεργασία των ακόλουθων τύπων προσωπικών δεδομένων, περιλαμβανομένων των συναφών διοικητικών δεδομένων:

«α) Προσωπικά στοιχεία: Σημερινό και παλαιότερο επώνυμο. Σημερινό και παλαιότερο όνομα. Πατρικό επώνυμο (για τις γυναίκες). Ονομα πατέρα (όταν είναι απαραίτητο για την αναγνώριση της ταυτότητας). Ονομα μητέρας (όταν είναι απαραίτητο για την αναγνώριση της ταυτότητας). Φύλο. Ημερομηνία γέννησης. Τόπος γέννησης. Ιθαγένεια. Οικογενειακή κατάσταση. Αλλα ονόματα. Προσωνυμίες. Ψευδώνυμα. Σημερινή και παλαιότερη κατοικία ή μόνιμη διαμονή.

β) Χαρακτηριστικά εμφάνισης: Σωματική περιγραφή. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (σημάδια/ουλές/τατουάζ κλπ.).

γ) Στοιχεία εξακρίβωσης ταυτότητας: Εγγραφα αποδεικτικά ταυτότητας. Αριθμός εθνικού δελτίου ταυτότητας/διαβατηρίου. Εθνικοί κωδικοί αριθμοί μητρώου, αν υπάρχουν. Οπτικές εικονίσεις και άλλες πληροφορίες για την εμφάνιση του προσώπου. Αναγνωριστικά στοιχεία που υπάγονται στο πεδίο της τεχνικής/επιστημονικής αστυνομίας, όπως δακτυλικά αποτυπώματα, αποτελέσματα αξιολόγησης του DNA (στο μέτρο που απαιτείται για λόγους αναγνώρισης και χωρίς πληροφορίες που χαρακτηρίζουν την προσωπικότητα), προφίλ φωνής, ομάδα αίματος, οδοντιατρικά στοιχεία.

δ) Επάγγελμα και δεξιότητες: Σημερινή απασχόληση και επαγγελματική δραστηριότητα. Παλαιότερη απασχόληση και επαγγελματική δραστηριότητα. Εκπαίδευση (σχολική -πανεπιστημιακή - επαγγελματική). Επαγγελματικά προσόντα. Ικανότητες και άλλες γνώσεις (γλωσσικές/άλλες).

ε) Οικονομικές πληροφορίες: Χρηματοπιστωτικά στοιχεία (τραπεζικοί λογαριασμοί και κωδικοί, πιστωτικές κάρτες κλπ.). Χρηματική περιουσία. Μετοχές και άλλα περιουσιακά στοιχεία. Ακίνητη περιουσία. Σχέσεις με εταιρίες και επιχειρήσεις. Τραπεζικές και πιστωτικές επαφές. Φορολογική κατάσταση. Αλλα στοιχεία για τη διαχείριση των οικονομικών του προσώπου.

στ) Πληροφορίες ως προς τη συμπεριφορά: Τρόπος ζωής (ενδεχομένως υπερβολικά πολυτελής) και συνήθειες. Μετακινήσεις. Μέρη στα οποία συχνάζει. Οπλα και άλλα επικίνδυνα όργανα. Βαθμός επικινδυνότητας. Συγκεκριμένοι κίνδυνοι, όπως πιθανότητα φυγής, χρησιμοποίηση διπλών πρακτόρων, διασυνδέσεις με προσωπικό αστυνομικών κλπ υπηρεσιών. Στοιχεία χαρακτήρα με εγκληματολογική σημασία. Χρήση ναρκωτικών.

ζ) Πρόσωπα επαφής και συνοδείας, τύπος και φύση των επαφών και της συνοδείας.

η) Χρησιμοποιούμενα μέσα επικοινωνίας, όπως τηλέφωνο (κλασικό/κινητό), φαξ, σύστημα τηλε-ειδοποίησης, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ταχυδρομικές διευθύνσεις, συνδέσεις Ιντερνετ.

θ) Χρησιμοποιούμενα μεταφορικά μέσα, όπως αυτοκίνητα, σκάφη, αεροπλάνα, και αναγνωριστικά τους στοιχεία (αριθμοί κυκλοφορίας/νηολόγησης).

ι) Πληροφορίες σχετικά με εγκληματικές δραστηριότητες για τις οποίες είναι αρμόδια η Europol σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης Europol: Προηγούμενες καταδίκες. Εικαζόμενη συμμετοχή σε εγκληματικές δραστηριότητες. Τρόποι δράσης. Μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ή ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για την προπαρασκευή ή/και τη διάπραξη εγκληματικών πράξεων. Συμμετοχή σε εγκληματικές ομάδες/οργανώσεις και θέση μέσα στην ομάδα/οργάνωση. Κατάσταση και λειτουργία μέσα στην εγκληματική οργάνωση. Γεωγραφική κλίμακα εγκληματικών δραστηριοτήτων. Υλικό που συλλέχτηκε κατά τις έρευνες, όπως μαγνητοσκοπήματα και φωτογραφίες.

ια) Αναφορές σε άλλες βάσεις δεδομένων στις οποίες έχουν καταχωρηθεί προσωπικά στοιχεία: Europol, αστυνομικές/τελωνειακές υπηρεσίες, άλλοι φορείς επιβολής του νόμου, διεθνείς οργανισμοί, δημόσιοι φορείς, ιδιωτικοί φορείς».

Δηλαδή είχαν καταλήξει από το 1998 ότι θα παρακολουθούν τις επικοινωνίες όποιου βάλουν στο «μάτι», τον περίγυρό του, θα φακελώνουν και θα εξετάζουν το αίμα και το DNA του, θα λαμβάνουν τέτοιες πληροφορίες από άλλες υπηρεσίες, άλλων κρατών, ακόμα και από ιδιώτες.

Χαφιέδες...

Στην παρ. 3 του άρθρου 6 καθορίζουν με ποιους μπορούν να συνεργάζονται οι πράκτορες της Europol:

«Ως πρόσωπα επαφής και συνοδείας (...) λογίζονται τα πρόσωπα που έχουν επαφές, εκτός από απλώς τυχαίες, με τα πρόσωπα που αναφέρει η παράγραφος 2 (σ.σ.: τα προς παρακολούθηση), και δη σε βαθμό τέτοιο που να θεμελιώνει την πεποίθηση ότι διαμέσου αυτών μπορούν να αντληθούν πληροφορίες που αφορούν τα πρόσωπα που αναφέρει η παράγραφος 2 και που έχουν σημασία για την ανάλυση (...)».

Βέβαια ούτε οι χαφιέδες γλιτώνουν το φακέλωμα. Στην παρ. 6 διαβάζουμε:

«Οσον αφορά τα πρόσωπα που μπορούν να παράσχουν πληροφορίες για τα υπό εξέταση εγκλήματα (...) επιτρέπεται η αποθήκευση δεδομένων (...) των ακόλουθων κατηγοριών:

  • κωδικοποιημένες λεπτομέρειες προσωπικού χαρακτήρα
  • τύπος των παρεχόμενων πληροφοριών
  • εγγύηση της ανωνυμίας
  • εξασφάλιση προστασίας και εκ μέρους ποίου
  • νέα ταυτότητα
  • δυνατότητα παραστάσεως σε ακροαματική διαδικασία
  • αρνητικές εμπειρίες
  • ανταμοιβή (χρηματική/εξυπηρετήσεις).

Εμμισθοι λοιπόν, εξυπηρετούμενοι και ανώνυμοι οι «συνεργάτες» τους. Ακόμα κι αν - όπως γράφει λίγες γραμμές πιο πάνω το Συμβούλιο της ΕΕ - μπορεί να είναι άτομα «ύποπτα αδικημάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Europol» ή «έχουν καταδικαστεί για τέτοια αδικήματα» ή «υπάρχουν σοβαροί λόγοι δυνάμει του εθνικού δικαίου να πιστεύεται ότι πρόκειται να διαπράξουν τέτοια αδικήματα». Εξ ου και τα περί λεπτομερειών προσωπικού χαρακτήρα και αρνητικών εμπειριών.

...τομάρια

Βέβαια, το ποιόν όσων αξιοποιούν είναι γνωστό από παλαιότερα. Κατατοπιστικό ήταν το απόρρητο έγγραφο της Europol, το οποίο αποκάλυψε ο «Ρ» στις 8/9/2002. Υπό τον τίτλο «Ευρωπαϊκές Βέλτιστες Πρακτικές για το Χειρισμό των Πληροφοριοδοτών» δινόταν από τότε η κατεύθυνση για το συντονισμό των κρατών - μελών στον τρόπο που χειρίζονται τους χαφιέδες.

Στο κεφάλαιο 2 δινόταν ο ορισμός του πληροφοριοδότη και «νομιμοποιούνταν» τόσο η συμμετοχή σε ένα έγκλημα όσο και η κατασκευή και η δράση προβοκατόρων:

«Χωρίς να θίγονται η Εθνική Νομοθεσία ή οι κατευθυντήριες γραμμές της και προκειμένου να δημιουργηθεί ή να διευκολυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τους πληροφοριοδότες μεταξύ των αρμόδιων αρχών της ΕΕ θα χρησιμοποιηθεί το ακόλουθο πρότυπο: "Πληροφοριοδότης είναι ένα άτομο το οποίο αποτελεί αντικείμενο εμπιστευτικού χειρισμού και το οποίο παρέχει πληροφορίες και/ή παρέχει συνδρομή στις αρμόδιες Αρχές"».

Ακολούθως, τονιζόταν κυνικά ότι ένας πληροφοριοδότης μπορεί να συμμετάσχει σε ένα έγκλημα με την... άδεια των αρμόδιων κρατικών αρχών:

«Οι Πληροφοριοδότες είναι σχεδόν πάντοτε εγκληματίες. Εάν δεν ήταν δε θα είχαν πρόσβαση σε άλλους εγκληματίες, πράγμα το οποίο τους καθιστά χρήσιμους για τις αρχές εφαρμογής του νόμου. Επειδή, είναι εγκληματίες ή στενοί συνεργοί των εγκληματιών, είναι πιθανό να είναι αναξιόπιστοι, χρειάζονται αυστηρό έλεγχο και σαφείς οδηγίες για το πώς θα πρέπει να ενεργούν, για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους και το τι επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται να κάνουν. Μερικοί πληροφοριοδότες είναι ειλικρινείς με τους χειριστές τους και μπορεί να θέσουν σε εξαιρετικό κίνδυνο τους εαυτούς τους, προκειμένου να παράσχουν τις πληροφορίες, οι οποίες ζητούνται και οι οποίες τελικά ωφελούν την κοινωνία.

Σε κάποιο βαθμό η σχέση με τους χειριστές είναι μια διεταιρική σχέση, η οποία πρέπει να τεθεί και να διατηρηθεί πάνω σε επαγγελματική βάση.

Αυτό σημαίνει ότι οι πληροφοριοδότες θα πρέπει να μην έχουν αμφιβολία ότι θα έχουν ευθύνες από τη στιγμή που έχουν συμφωνήσει να εργαστούν για τους χειριστές, ειδικότερα πρέπει να καταστεί σαφές σ' έναν πληροφοριοδότη ότι εάν διαπράττει έγκλημα, ενώ είναι πληροφοριοδότης, θα υπόκειται σε σύλληψη, εκτός εάν έχει δοθεί σ' αυτόν καθεστώς συμμετέχοντος πληροφοριοδότη και παραμένει εντός των προσδιορισμένων ορίων».

Αποκαλυπτική ήταν και η αναφορά στους «πληροφοριοδότες υψηλού κινδύνου» και στους «συμμετέχοντες πληροφοριοδότες». Στην ουσία πρόκειται για διαδικασία κατασκευής προβοκατόρων:

«Η διαδικασία χειρισμού της εκτίμησης της επικινδυνότητας, θα πρέπει να αποκαλύπτει ορισμένους πληροφοριοδότες, οι οποίοι να φέρουν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα κινδύνου που να συνδέονται με τη χρησιμοποίησή τους. Ενας τέτοιος πληροφοριοδότης μπορεί, για παράδειγμα, να έχει χαρακτηριστεί άπαξ σαν "επικίνδυνος", αλλά υπό το φως των μεταβαλλόμενων περιστάσεων και των επιχειρησιακών απαιτήσεων να πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, ο υπεύθυνος του Αρχείου ή η εξουσιοδοτούσα Αρχή, όπου αυτό είναι απαραίτητο, θα πρέπει να διασφαλίσει ότι είναι διαθέσιμο ένα σχέδιο διαχείρισης του κινδύνου, ότι απαιτούνται κατάλληλες αναθεωρήσεις και ότι ο πληροφοριοδότης χειρίζεται από προχωρημένου επιπέδου εκπαιδευμένους χειριστές».

Ακολουθούσε ορισμός αυτού που αποκαλείται «Συμμετέχων πληροφοριοδότης», δηλαδή προβοκάτορας, χωρίς να δίνονται παραπέρα διευκρινίσεις: «Ενας συμμετέχων πληροφοριοδότης είναι ένας πληροφοριοδότης, ο οποίος με την έγκριση μιας καθορισμένης εξουσιοδοτούσας Αρχής, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή τις κατευθυντήριες γραμμές επιτρέπεται να συμμετάσχει σε ένα έγκλημα, το οποίο άλλοι ήδη προτίθενται να διαπράξουν».

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Φακέλωμα οργουελικών διαστάσεων(2006-09-02 00:00:00.0)
Υπερατλαντικές ανταλλαγές φακέλων(2006-02-18 00:00:00.0)
Οι «τρίτοι»(2005-12-30 00:00:00.0)
Η πρώτη συμφωνία(2005-10-19 00:00:00.0)
Ασφυκτική παρακολούθηση και ανταλλαγή πληροφοριών(2003-10-12 00:00:00.0)
Σε βάρος των δημοκρατικών δικαιωμάτων η διεύρυνσή τους(2001-11-14 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ