Πάνω στο έδαφος της κοινής επιθετικής πολιτικής στερεωνόταν η στρατιωτική συμμαχία ανάμεσα στη Γερμανία και την Ιταλία. Υστερα από την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας και της Αλβανίας το ζήτημα της τυπικής κατοχύρωσης της συμμαχίας αυτής που ουσιαστικά είχε πραγματοποιηθεί, πήρε την κύρια θέση στις ιταλογερμανικές σχέσεις. Στο διάστημα Απρίλη - Μάη του 1939 οι δύο χώρες συμφώνησαν στα στρατιωτικά και τα πολιτικά άρθρα και στις 22 Μάη του 1939 υπέγραψαν τη συνθήκη συμμαχίας που οι φασίστες την ονόμασαν «χαλύβδινο σύμφωνο». Το σύμφωνο αυτό προέβλεπε τη μεγαλύτερη δυνατή διεύρυνση της στρατιωτικής και της στρατιωτικοοικονομικής συνεργασίας των δύο χωρών. Σε περίπτωση πολέμου ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη με ένα ή πιο πολλά κράτη, το άλλο μέρος υποχρεωνόταν να το βοηθήσει αμέσως με όλες τις στρατιωτικές, ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις του.
Στο συνασπισμό που είχαν συγκροτήσει οι φασίστες επιδρομείς προσχώρησαν και η Ουγγαρία και η κυβέρνηση ανδρεικέλων της Σλοβακίας.
Εν τω μεταξύ ως επακόλουθο της συνεννόησης των ιμπεριαλιστών κρατών στο Μόναχο ήταν το δυνάμωμα της ιαπωνικής επιθετικότητας. Ηδη, από το Νοέμβρη του 1938 ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας Κονόε δήλωσε ότι η χώρα του έχει σκοπό να «επιβάλει νέα τάξη πραγμάτων στην Ανατολική Ασία», διευκρινίζοντας ότι αυτό σημαίνει «στενό δεσμό» με την Κίνα και τη Μαντζουρία στον «πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό τομέα». Στην πραγματικότητα επρόκειτο κυρίως για την πρόθεση των Ιαπώνων ιμπεριαλιστών να εκτοπίσουν από την Ανατολική και τη Νοτιοανατολική Ασία τους Αγγλους, του Αμερικανούς και τους Γάλλους ανταγωνιστές τους.