Τρίτη 3 Σεπτέμβρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Μποϊκοτάζ εκτόνωσης ή ταξικός αγώνας;

Η λύση για την ακρίβεια βρέθηκε. Οι εργαζόμενοι μπορούν πλέον να κοιμούνται ήσυχοι. Κυβέρνηση και ηγεσία της ΓΣΕΕ ανακάλυψαν το «φάρμακο διά πάσαν νόσον», που δεν είναι άλλο από την περιβόητη δύναμη του καταναλωτή! Τις τελευταίες ημέρες οι προαναφερόμενοι έκαναν και την αυτοκριτική τους, γιατί δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί ένα ρωμαλέο καταναλωτικό κίνημα...

Ετσι το υπουργείο Ανάπτυξης προσανατολίζεται στα «ριζοσπαστικά» μέτρα καταγραφής της εξέλιξης των τιμών, της δημιουργίας ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων του Παρατηρητηρίου Τιμών, της οργάνωσης καμπάνιας ενημέρωσης των καταναλωτών, κλπ.

Αρκετοί αστοί αναλυτές προσπαθούν να πείσουν τους εργαζόμενους πως μπορούν τάχα να αντιδράσουν ατομικά στις ανατιμήσεις μποϊκοτάροντας τα εμπορεύματα που ακριβαίνουν.

Τι πιο απλό, πράγματι, για τον εργαζόμενο από το να σταματήσει ν' αγοράζει γάλα και να μη χρησιμοποιεί ηλεκτρικό ρεύμα μόλις διαπιστώσει τις ανατιμήσεις! Η κυβερνητική προπαγάνδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν αστεία, αν δεν ήταν επικίνδυνα αποπροσανατολιστική. Γι' αυτό δεν πρέπει να υποτιμηθεί.

Η καθεστωτική προπαγάνδα, που εστιάζει σε ζητήματα σωστής ενημέρωσης του καταναλωτή και αλλαγής νοοτροπίας του επιχειρηματία, συσκοτίζει την αλήθεια. Κίνητρο για τη δράση του καπιταλιστή θα είναι πάντα το μέγιστο δυνατό κέρδος του και πηγή αυτού του κέρδους η εκμετάλλευση του εργαζόμενου στην παραγωγή.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι ισχυρότερες μονοπωλιακές επιχειρήσεις μπορούν γενικά να επιβάλουν μονοπωλιακές τιμές, χάρη στην υψηλότερη παραγωγικότητά τους και στη συγκέντρωση της παραγωγής στα χέρια τους. Τα μονοπώλια μπορούν να ανεβάζουν τις τιμές για να αντισταθμίζουν μια μείωση του ποσοστού της κερδοφορίας τους, είτε να τις κατεβάζουν για να καταλάβουν μερίδια των μικρότερων ανταγωνιστών τους.

Οι πιο ισχυρές επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να κρατήσουν συγκυριακά τις τιμές σε χαμηλότερα επίπεδα για να κυριαρχήσουν στον ανταγωνισμό τους με άλλες. Το κράτημα των τιμών σε χαμηλότερα επίπεδα γίνεται δυνατό επειδή στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις υπάρχει υψηλή παραγωγικότητα. Σε αυτή τη βάση υπάρχει η δυνατότητα να έχουμε ταυτόχρονα και μεγαλύτερη εκμετάλλευση των εργαζομένων και χαμηλότερες τιμές στα εμπορεύματα, άρα μεγαλύτερη κερδοφορία για το κεφάλαιο.

Το κράτος υπηρετεί με την πολιτική του τη δράση του κεφαλαίου για αύξηση της κερδοφορίας του στο όνομα των αρχών της «ελεύθερης αγοράς». Ο εργαζόμενος λοιπόν σαν καταναλωτής δεν έχει καμία ουσιαστική δυνατότητα ούτε ατομική ευθύνη να επηρεάσει τη μεγαλύτερη κερδοφορία των μονοπωλίων, δηλαδή την αληθινή αισχροκέρδεια. Η πραγματική του δύναμη εδράζεται στο ρόλο του στην παραγωγή και όχι στην υποτιθέμενη δυνατότητα διαφορετικών καταναλωτικών επιλογών.

Υποκριτική και πραγματική αγωνία

Θα μπορούσε όμως να ρωτήσει κάποιος καλοπροαίρετα: τότε γιατί η κυβέρνηση εστίασε με δηλώσεις εκπροσώπων της στο ζήτημα της ακρίβειας;

Μια ματιά στο σύνολο της πολιτικής που εφαρμόζει θα ήταν αρκετή για να αναδειχτεί το ψευδεπίγραφο ενδιαφέρον της κυβέρνησης για το λαϊκό εισόδημα.

Η κυβέρνηση, η οποία καθηλώνει ουσιαστικά τους μισθούς και προωθεί την «απελευθέρωση» των αγορών, δεν αγωνιά για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού. Η πρόσφατη αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ, της ΕΥΔΑΠ, του ΟΤΕ, των τελών κυκλοφορίας αναδεικνύουν τον υποκριτικό χαρακτήρα της κυβερνητικής «αγωνίας».

Η πραγματική αγωνία της κυβέρνησης εστιάζεται στο πώς θα εξυπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο τις ανάγκες κερδοφορίας και συσσώρευσης του κεφαλαίου, στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας. Η κυβέρνηση προσπαθεί με βάση αυτό το κριτήριο να υπηρετήσει δυο αντιφατικές ανάγκες: Απ' τη μια της αύξησης των κρατικών εσόδων και της συγκράτησης του δημόσιου χρέους που γνωρίζει αύξηση τη σημερινή περίοδο και απ' την άλλη της αναβάθμισης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων μέσα απ' τη συγκράτηση του πληθωρισμού και τη διατήρηση ενός επιπέδου λαϊκής κατανάλωσης.

Στην εποχή του ευρώ η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εμπορευμάτων δεν μπορεί να βελτιωθεί όπως παλιότερα με κινήσεις μεταβολής της ισοτιμίας της δραχμής. Ταυτόχρονα, οι τιμές της ελληνικής αγοράς συγκλίνουν με τις αντίστοιχες της ευρωζώνης και έτσι τα εισαγόμενα προϊόντα αποκτούν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα. Αυτά τα ζητήματα πονοκεφαλιάζουν το κυβερνητικό επιτελείο.

Οι κυβερνητικές προτάσεις αντιμετώπισης αυτών των αντιφατικών αναγκών σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα, στο μισθολογικό, στο φορολογικό, στο ασφαλιστικό, στις τιμές, είναι σε τελευταία ανάλυση σε βάρος της εργατικής τάξης. Ετσι οι εργαζόμενοι που πληρώνουν σήμερα την άνοδο του πληθωρισμού θα πληρώσουν και αύριο την πιθανή μείωσή του μέσα απ' τη νέα συμπίεση του λαϊκού εισοδήματος.

Τα φορολογικά μέτρα επίσης στοχεύουν απ' τη μια στο να συμβάλουν στην αύξηση των κρατικών εσόδων και απ' την άλλη στο να μην οδηγήσουν σε δραματική πτώση της λαϊκής κατανάλωσης. Ολα αυτά χωρίς να θιχτούν βέβαια τα κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου.

Επομένως η κυβέρνηση, η ΝΔ και οι υπόλοιπες δυνάμεις που στηρίζουν το μονόδρομο της ΟΝΕ δεν έχουν τα περιθώρια ελιγμών που είχαν παλιότερα. Αναδεικνύεται η δυνατότητα λαϊκής αντεπίθεσης, φτάνει οι εργαζόμενοι να μην αποπροσανατολιστούν απ' τα ψευδεπίγραφα μποϊκοτάζ της εκτόνωσης και να οργανώσουν την αντεπίθεσή τους.

Δυνατότητες λαϊκής αντεπίθεσης

Οι λαϊκές δυνάμεις μπορούν και πρέπει να βαδίσουν τώρα στο δρόμο της συνολικής αντιπαράθεσης με την πολιτική του μονόδρομου της ΟΝΕ, δηλαδή την πολιτική της συμπίεσης της τιμής της εργατικής δύναμης. Να ξεδιπλώσουν ένα συνολικό αγώνα για ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς, για κατάργηση της έμμεσης φορολογίας σε βασικά είδη λαϊκής κατανάλωσης, για κοινωνική ασφάλιση αποκλειστικά δημόσιου χαρακτήρα. Να αγωνιστούν ενάντια στην ιδιωτικοποίηση τομέων στρατηγικής σημασίας και για την κατοχύρωση πραγματικά δημόσιας και δωρεάν παιδείας, υγείας και πρόνοιας. Να γυρίσουν την πλάτη στα κόμματα που υπηρετούν το εγχώριο και το κοινοτικό κεφάλαιο.

Οι αγώνες αυτοί μπορούν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να συνειδητοποιήσει ο λαός την πραγματική του δύναμη σαν παραγωγός του κοινωνικού πλούτου. Σ' αυτό το γόνιμο έδαφος μπορεί να σφυρηλατηθεί η μοναδική ελπιδοφόρα και ρεαλιστική προοπτική: Να πάρει ο λαός την τύχη του στα χέρια του και να γίνει ο κυρίαρχος της παραγωγής και του πλούτου της χώρας.

Η προσπάθεια αυτή απαιτεί αποφασιστική σύγκρουση με τις δυνάμεις που καλλιεργούν τη λογική της ταξικής συνεργασίας και των ανώδυνων εκτονώσεων στο εργατικό κίνημα και αποκάλυψη του ρόλου τους στους εργαζόμενους. Και σ' αυτή την κατεύθυνση της πραγματικής σύγκρουσης με την πλουτοκρατία, θα συνεχίσουμε αγωνιστικά και αταλάντευτα την επόμενη περίοδο, με πρώτους σταθμούς το σημερινό συλλαλητήριο και το επόμενο στις 7 Σεπτέμβρη.


Του
Μάκη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
* Ο Μάκης Παπαδόπουλος είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ