Η Ελλάδα, δηλώνει υπερήφανος ο υπουργός Αμυνας, είναι πρώτη σε όλο τον κόσμο σε κατά κεφαλήν δαπάνες στις νεοταξικές «επιχειρήσεις διατήρησης της ειρήνης»
«Υπερήφανος», δηλώνει ο υπουργός Εθνικής Αμυνας, Σπ. Σπηλιωτόπουλος, για την ελληνική συνεισφορά στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και διαβεβαιώνει για τη συνέχιση αυτής της πολιτικής. «Είμαστε, είπε, περήφανοι που η Ελλάδα το 2002 ήρθε πρώτη στον κόσμο όσον αφορά στην κατά κεφαλή συνεισφορά της σε επιχειρήσεις διατήρησης της ειρήνης, και που η τρέχουσα συνεισφορά της παραμένει πολύ σημαντική». Τα παραπάνω ανέφερε στη διάρκεια ομιλίας του, την Κυριακή, στη Θεσσαλονίκη, στο συνέδριο που διοργάνωσε το Ελληνικό Ιδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), με θέμα «Διασφάλιση της ειρήνης και της δημοκρατίας στα Βαλκάνια».
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με στοιχεία που είχε καταθέσει στη Βουλή ο προηγούμενος υπουργός Αμυνας, μετά από Ερώτηση του ΚΚΕ, μόνο για το έτος 2002 το κόστος των λεγομένων «ειρηνευτικών αποστολών» έφθασε στα 164 εκατ. ευρώ (55 δισ. δρχ.), χωρίς εδώ να συνυπολογίζονται τα μέσα και τα οπλικά συστήματα που συνοδεύουν αυτές τις αποστολές. Το ποσόν αυτό είναι μόνο ένα μικρό μέρος της οικονομικής αιμορραγίας του ελληνικού λαού, στο βωμό της εφαρμογής των σχεδίων της «νέας τάξης», καθώς από το 1995 και μετά, που άρχισαν οι αποστολές ελληνικών εκστρατευτικών σωμάτων στα Βαλκάνια, η Ελλάδα με βάση τα στοιχεία αυτά έχει ξοδέψει ποσά, που ξεπερνούν τα 300 δισ. δρχ..
Βέβαια, η ελληνική συμμετοχή έχει και άλλες πλευρές. «Επιπλέον - είπε την Κυριακή στη Θεσσαλονίκη ο υπουργός Αμυνας - παράλληλα με τη διπλωματική της δραστηριότητα στη νοτιοανατολική Ευρώπη, η Ελλάδα συμμετέχει ενεργά στην Ταξιαρχία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, μια πολυεθνική μονάδα διατήρησης της ειρήνης». Ο Σπ. Σπηλιωτόπουλος προανήγγειλε παραπέρα εμπλοκή της Ελλάδας, καθώς «οι Ελληνες αξιωματούχοι, όπως είπε, πιστεύουν ότι στο μέλλον θα απαιτηθούν ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις διατήρησης της ειρήνης από χώρες πρόθυμες να συμμετέχουν».
Αναφερόμενος στη συνέχεια στο «νέο περιβάλλον ασφαλείας» και στις «αποστολές τις οποίες έχουν αναλάβει οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις», απαρίθμησε ως τέτοιες τις ακόλουθες: α) η Εθνική Αμυνα, β) η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Δύναμη Ταχείας Αντίδρασης και στις πολυεθνικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ, γ) η συμμετοχή σε επιχειρήσεις υποστήριξης της ειρήνης, και δ) η αντιμετώπιση των αποκαλούμενων ασύμμετρων απειλών.
Και κατέληξε: «Συνεπώς, ο αμυντικός σχεδιασμός θα επικεντρωθεί στη δημιουργία ευέλικτων δυνάμεων, μονάδων που θα μπορούν να αναλάβουν πολλαπλούς ρόλους, με υψηλό βαθμό ευκινησίας και ισχύος πυρός». Επίσης, μίλησε για «ανάπτυξη μιας νέας στρατιωτικής στρατηγικής, η οποία θα βασίζεται σε νέα δόγματα και τεχνολογίες και σε ημι-επαγγελματικές ένοπλες δυνάμεις με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, και όχι μόνο η προσαρμογή νέων οπλικών συστημάτων στο ισχύον στρατηγικό δόγμα».