Παρασκευή 11 Σεπτέμβρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Τυχαία

Η φίλη μου και συγγραφέας Δέσποινα Κριστ είχε έρθει να μ' επισκεφθεί στο Μανχάταν από μια άλλη πόλη. Οι φωτιές έκαιγαν την Ελλάδα κι εκείνη μου μιλούσε συνέχεια για το "Νόστος".

Η λογοτεχνία σώζει, αυτοσαρκαζόμασταν.

Εκείνη ανησυχούσε για το σπίτι της στο Λαγονήσι, όπου θα επέστρεφε σε μερικές εβδομάδες, όπως ανησυχούσα για την υπερήλικη μητέρα μου όπου, υποτίθεται, θα περνούσε το καλοκαίρι της μέσα στο πράσινο της Ανω Μεσσηνίας, όπου έλπιζα να τα έβρισκα όλα όπως τα είχα αφήσει πριν από μερικές εβδομάδες, όταν επέστρεφα.

Ενα βραδάκι, η Δέσποινα με ρώτησε, που θα πάμε απόψε;

Δεν κάναμε τις τουρίστριες, αλλά ήμασταν φορτισμένες από το δελτίο ειδήσεων της ΝΕΤ. Ενα φλεγόμενο δελτίο το ένα βράδυ μετά το άλλο.

Και πήγαμε.

Σ' ένα μπαρ, το πρώτο ιρλανδέζικο στη Νέα Υόρκη όπου βρίσκεται από το 1854 χωρίς εξωραϊσμούς, στο Ανατολικό Βίλατζ.

Τους τοίχους του διακοσμούν φωτογραφίες προσωπικοτήτων κυρίως ιρλανδικής καταγωγής, ιστορικών γεγονότων, αναμνηστικά από την Ιρλανδία και τα παρόμοια.

Φλερτάρω πάντα τον Μπρένταν Μπίχαν και σιγομουρμουρίζω "Το γελαστό παιδί".

Το μπαρ ήταν γεμάτο κόσμο και κάπου στο βάθος υπήρχε ένα στρογγυλό, ξύλινο τραπέζι, όπου καθόταν μόνο ένας πελάτης, και γύρω του άδειες καρέκλες.

Ξέροντας την τακτική του μαγαζιού πλησιάσαμε, ρώτησα αν οι καρέκλες ήταν άδειες και καθίσαμε.

Ο διπλανός μου ήταν τεράστιος, είχε τραβήξει λίγο προς τα έξω την καρέκλα του, εξαιτίας του όγκου του, και τα χέρια του ήταν μεγάλα, παχουλά και δυνατά.

- Νταλίκα, οδηγείτε; τον ρώτησα.

Μου απάντησε καταφατικά. Τα μάτια του ήταν έξυπνα και γελαστά. Τα μαλλιά του άτακτα, με μια γκρίζα τούφα πάνω από το μέτωπό του.

Η Δέσποινα ήθελε να μάθει πώς πληρώνονταν οι οδηγοί νταλίκας. Με το μίλι ή με την ώρα;

Μας εξήγησε: Αλλοι έτσι και άλλοι αλλιώς. Εξαρτάται από το αν ανήκουν στο σωματείο, αν είναι ιδιοκτήτες, συνιδιοκτήτες και άλλα. Είναι μια επικίνδυνη δουλιά.

Οταν απάντησε στις ερωτήσεις της, γύρισε σ' εμένα και μου είπε: Ωστε φαίνομαι νταλικιέρης;

- Τι δρομολόγιο κάνεις; Νέα Υόρκη - Καλιφόρνια; τον ρώτησα απτόητη. Και πάλι, η απάντηση ήταν καταφατική.

Του είπα για μια επιθυμία, που έχω από τη δεκαετία του '60, πριν τα τάκις και τα άλλα ηλεκτρονικά.

Να ξεκινήσω από τη Νέα Υόρκη, ακολουθώντας τη δημόσια λεωφόρο πίσω από τις νταλίκες και να γράψω ένα βιβλίο: Η γλώσσα των φαναριών.

- Τώρα δεν μπορείς να το κάνεις. Ο δρόμος είναι γεμάτος έγκλημα. Πολλές νταλίκες πέφτουν σε πειρατεία, οδηγοί σκοτώνονται, οι ληστές παραμονεύουν οπλισμένοι στο δρόμο.

Αλλοτε περιμέναμε την επίθεση για να τηλεφωνήσουμε στην τροχαία αστυνομία για να έρθει. Τώρα πυροβολούμε πρώτοι και μετά τηλεφωνούμε. Οποιος ζήσει και όποιος σκοτωθεί.

- Και σε τι ποσοστό είναι οπλισμένοι οι οδηγοί;

- Δηλωμένοι είναι το 78%. Εγώ νομίζω ότι είναι 100%. Αλλιώς δεν επιβιώνεις.

Ηταν δύσκολο, μας είπε να μας εξηγήσει πώς αυτού του είδους το έγκλημα βοηθάει στα οικονομικά των Πολιτειών (νόμοι) που διασχίζουν. Οπως το Οχάιο, η Πενσυλβάνια και άλλα. Το έγκλημα είναι πάντα συνδεδεμένο με το χρήμα, κατέληξε.

Η συζήτησή μας πήγε και αλλού.

Ξαφνιαστήκαμε, που ήξερε για την Ελλάδα, για τους Αλβανούς, για τη Γιουγκοσλαβία και το Κόσσοβο, για τις φωτιές και άλλα πολλά.

- Ωρα να πηγαίνω, είπε.

Πριν σηκωθεί, έπιασε ένα μεγάλο χοντρό ραβδί, ενάμισι μέτρο περίπου, που κατέληγε σε μια πελεκημένη λαβή, και ακουμπούσε στον τοίχο δεξιά το βραχίονά του, το έτεινε από τον ώμο του σαν όπλο, έκλεισε το ένα μάτι κι έκανε πως πυροβολούσε.

Ορθιος ήταν ακόμα πιο τεράστιος.

- Μου άρεσε που μίλησα μαζί σας, είπε και μας χαμογέλασε.

- Είμαστε άοπλες, του δήλωσα.

- Πώς δε φοβάσαι; με ρώτησε η Δέσποινα.

Ιωάννα ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ